Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύ
220 εγγραφές [121 - 130]
πολύμηνος -η -ο [políminos] Ε5 : που διαρκεί πολλούς μήνες. ANT ολιγόμηνος: Πολύμηνη μάχη / αναμονή / απουσία / ασθένεια.

[λόγ. πολυ- + μην- (δες μήνας) -ος]

πολυμήχανος -η -ο [polimíxanos] Ε5 : που επινοεί, που εφευρίσκει, που μηχανεύεται πολλά τεχνάσματα, επινοητικός: Ο ~ Οδυσσέας.

[λόγ. < αρχ. πολυμήχανος]

πολυμιλώ [polimiló] & -άω Ρ10.1α : (σε αρνητικές προτάσεις) μιλώ πολύ ή αρκετά: Mην πολυμιλάς, γιατί αν ανοίξω κι εγώ το στόμα μου θα τσακωθούμε άγρια.

[πολυ-2 + μιλώ]

πολυμορφία η [polimorfía] Ο25 : η ιδιότητα του πολύμορφου, η εμφάνιση, η παρουσία με πολλές ή / και διαφορετικές μορφές· ποικιλομορφία. ANT ομοιομορφία: H ~ στη γλώσσα και στην έκφραση. Tα δημιουργήματα της φύσης χαρακτηρίζονται από ~ και πολυχρωμία.

[λόγ. < ελνστ. πολυμορφία]

πολυμορφισμός ο [polimorfizmós] Ο17 : 1. η πολυμορφία. 2. (βιολ.) η ιδιότητα ορισμένων ειδών να εμφανίζονται με διαφορετικές μορφές, χωρίς να αλλάζει η φύση τους· (πρβ. ποικιλογονία): Πολυγονικός / γεωγραφικός / εποχιακός ~. 3. (φυσ.) ιδιότητα της κρυσταλλικής ύλης, σύμφωνα με την οποία η ίδια κρυσταλλική ουσία παρουσιάζεται με διάφορες (κρυσταλλικές) μορφές.

[λόγ. < γαλλ. polymorphisme < polymorph(e) = πολύμορφ(ος) -isme = -ισμός]

πολύμορφος -η -ο [polímorfos] Ε5 : α. που υπάρχει, που εμφανίζεται, που συναντιέται με πολλές μορφές, ποικιλόμορφος. ANT ομοιόμορφος: Γλώσσα χαριτωμένη και πολύμορφη. Πολύμορφες πολιτιστικές εκδηλώσεις. β. (χημ.) πολύμορφα σώματα, ονομασία χημικών ενώσεων, που συναντώνται με πολλές διαφορετικές μορφές: Πολύμορφοι κρύσταλλοι. πολύμορφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: α: αρχ. πολύμορφος· β: γαλλ. polymorphe < αρχ. πολύμορφος]

πολύμοχθος -η -ο [polímoxθos] Ε5 : που (για να γίνει, να επιτευχθεί) απαιτεί πολύ κόπο, μόχθο· επίπονος, κοπιώδης: Πολύμοχθη προσπάθεια. Πολύμοχθο έργο. πολύμοχθα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πολύμοχθος]

πολύμπριζο το [políbrizo] Ο41 : κινητό εξάρτημα (με καλώδιο ή χωρίς) που συνδέεται με μια (συνήθ. προσαρμοσμένη στον τοίχο) πρίζα και που επιτρέπει την παροχή ρεύματος σε πολλές ηλεκτρικές συσκευές συγχρόνως.

[λόγ. πολυ- + μπρίζ(α) -ο μτφρδ. γαλλ. multiprise]

πολύνευρος -η -ο [polínevros] Ε5 : που έχει πολλά νεύραI ή νευρώσειςII: Πολύνευρα φύλλα.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πολύνευρον `είδος φυτού΄]

πολυνίκης ο [poliníkis] Ο10 θηλ. πολυνίκης [poliníkis] : (αθλ.) αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές, που έχει επιτύχει πολλές νίκες: Ο Άρης αναδεί χτηκε ~ στο μπάσκετ. H αθλήτρια αναδείχτηκε ~ στην κολύμβηση. || (ως επίθ.): ~ σύλλογος / αθλητής.

[λόγ. < ελνστ. πολυνίκης `που έχει κατακτήσει πολλές φορές΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...22   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες