Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
220 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολύκροτος -η -ο [políkrotos] Ε5 : που δημιουργεί, που προκαλεί στην κοι νή γνώμη πολύ θόρυβο, πολλά και έντονα σχόλια, συζητήσεις: Πολύκρο τη δίκη / υπόθεση. Πολύκροτο βιβλίο / άρθρο.
[λόγ. < αρχ. πολύκροτος]
- πολυκύμαντος -η -ο [polikímandos] Ε5 : 1. (λόγ.) που δημιουργεί, που ταράζεται από πολλά κύματα. ANT ακύμαντος: ~ ωκεανός. Πολυκύμα ντο πέλαγος. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζουν οι περιπέτειες, οι εντάσεις, οι πολλές και απότομες αλλαγές, ταραχώδης, πολυτάραχος: Mέσα από τη βιογραφία του ξετυλίγεται μια πολυκύμαντη ζωή. ~ βίος, περιπετειώ δης ζωή.
[λόγ. πολυ- + κυμαν- (κυμαίνω) -τος (πρβ. ελνστ. πολυκύματος)]
- πολυκυτταρικός -ή -ό [polikitarikós] Ε1 : (βιολ.) που έχει το χαρακτηρι στικό, την ιδιότητα να αποτελείται από πολλά κύτταρα. ANT μονοκυτταρικός: Πολυκυτταρική μεμβράνη / οργάνωση / μονάδα.
[λόγ. πολυκύτταρ(ος) -ικός]
- πολυκύτταρος -η -ο [polikítaros] Ε5 : (βιολ., για ζώα και φυτά) που αποτελείται από πολλά κύτταρα. ANT μονοκύτταρος: Πολυκύτταροι οργανισμοί.
[λόγ. πολυ- + κύτταρ(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. multicellulaire]
- πολύλημμα το [polílima] Ο49 : (φιλοσ.) είδος σύνθετου συλλογισμού· (πρβ. δίλημμα).
[λόγ. < αγγλ. polylemma < poly- = πολυ- + -lemma κατά το dilemma = δίλημμα (πρβ. ελνστ. πολυλήμματοι συλλογισμοί ίδ. σημ.)]
- πολυλογάδικος -η -ο [poliloγáδikos] Ε5 : που έχει τα χαρακτηριστικά, την ιδιότητα του πολυλογά: Πολυλογάδικη περιγραφή / διήγηση.
[πολυλογ(άς) -άδικος]
- πολυλογάς -ού -άδικο / -ούδικο [poliloγás] Ε9α : που λέει πολλά λόγια, φλύαρος: Πολυλογάδικο παιδί. || (ως ουσ.): Δε σταμάτησε να μιλάει, ο ~!
[πολυ- + λόγ(ος) -άς]
- πολυλογία η [polilojía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του πολυλογά: H ~ του είναι κουραστική. 2. τα πολλά και συνήθ. περιττά ή χωρίς ιδιαίτερη σημασία λόγια, φλυαρία: Άσε την ~ / τις πολυλογίες, γιατί μας ζάλισες.
[λόγ. < αρχ. πολυλογία]
- πολύλογος -η -ο [políloγos] Ε5 : που διατυπώνεται, που εκφέρεται με πολλά και συνήθ. περιττά λόγια: Πολύλογη αφήγηση / περιγραφή.
[λόγ. < αρχ. πολύλογος]
- πολυλογώ [poliloγó] Ρ10.9α : λέω πολλά και συνήθ. περιττά λόγια, μιλάω δίνοντας μεγάλη έκταση στο λόγο μου, φλυαρώ, κυρίως στις εκφράσεις να μην τα ~ / να μη σ΄ τα ~ / να μην τα πολυλογούμε, με λίγα λόγια.
[λόγ. < ελνστ. πολυλογῶ]