Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύχρονος
1 εγγραφή
πολύχρονος -η -ο [políxronos] Ε5 : 1. που διαρκεί πολύ χρόνο· μακροχρόνιος: Πολύχρονη και κοπιαστική δουλειά. Πολύχρονη απασχόληση. 2. ευχή σε κπ. να ζήσει πολλά χρόνια: ~ (να είσαι)!

[ελνστ. πολύχρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες