Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολύτομος -η -ο [polítomos] Ε5 : που αποτελείται, που απαρτίζεται από πολλούς τόμους. ANT επίτομος: Πολύτομο έργο / λεξικό. Πολύτομη εγκυκλοπαίδεια.
[λόγ. πολυ- + τόμ(ος) -ος μτφρδ. γερμ. vielbändig]



