Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 23 εγγραφές [21 - 23] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυσύνθετος -η -ο [polisínθetos] Ε5 : 1. που αποτελείται από πολλά και σύνθετα στη διάταξη ή τη σχέση τους μέρη, στοιχεία· πολύπλοκος, περίπλοκος: Πολυσύνθετο θέμα / ζήτημα / πρόβλημα. Tο καρμπιρατέρ είναι πολυσύνθετο εξάρτημα. 2. (γραμμ.) που τον σχηματίζουν περισσότερα από δύο συνθετικά: H λέξη “μισοκακόμοιρος” είναι πολυσύνθετη. || (ως ουσ.) το πολυσύνθετο. 3. (για πρόσ.) που έχει πολλά χαρίσματα, ταλέντα, ικανότητες: Πολυσύνθετη προσωπικότητα.
[λόγ. < ελνστ. πολυσύνθετος (στις σημ. 1, 2)]
- πολυσύχναστος -η -ο [polisíxnastos] Ε5 : που σ΄ αυτόν συχνάζουν, περνούν, συγκεντρώνονται κτλ. πολλοί άνθρωποι. ANT ερημικός: ~ δρόμος. Πολυσύχναστα καφενεία / μαγαζιά. || κεντρικός. ANT απόκεντρος, απόμερος: Πολυσύχναστη πλατεία.
[λόγ. πολυ- + συχνασ- (συχνάζω) -τος μτφρδ. αγγλ. much frequented]
- πολυσχιδής -ής -ές [polisxiδís] Ε10 : που διακλαδίζεται σε πολλά μέρη, που εκτείνεται σε πολλούς τομείς, πολύπλευρος: ~ δράση / προσωπικότητα. Πολυσχιδές έργο.
πολυσχιδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πολυσχιδής, ελνστ. πολυσχιδῶς]



