Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυτόκος
1 εγγραφή
πολύτοκος -η -ο [polítokos] Ε5 & πολυτόκος -ος -ο [politókos] Ε14 : που γεννάει πολλές φορές ή πολλά νεογνά: Πολύτοκα ζώα.

[λόγ. < αρχ. πολυτόκος και μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες