Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυθεϊσμός ο [poliθeizmós] Ο17 : 1. χαρακτηρισμός του συνόλου των θρησκειών που πιστεύουν στην ύπαρξη πολλών θεών. ANT μονοθεϊσμός. 2. η πίστη στην ύπαρξη και η λατρεία πολλών θεών· πολυθεΐα.
[λόγ. < γαλλ. polythéisme < polythé(iste) = πολυθε(ϊστής) -isme = -ισμός]



