Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυδιαβασμένος
1 εγγραφή
πολυδιαβασμένος -η -ο [poliδjavazménos] Ε3 : 1. που τον έχουν διαβάσει πολλοί: Πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα / βιβλίο. 2. που έχει διαβάσει πολλά, μορφωμένος. || (ως ουσ.) ο πολυδιαβασμένος.

[πολυ- + διαβασμένος μππ. του διαβάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες