Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυβραβευμένος -η -ο [polivravevménos] Ε3 : που τον έχουν βραβεύσει, που έχει βραβευτεί πολλές φορές: ~ ποιητής / σκηνοθέτης.
[λόγ. πολυ-1α + βραβευμένος μππ. του βραβεύω]



