Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιτικό
7 εγγραφές [1 - 7]
πολιτικολογία η [politikolojía] Ο25 : συζήτηση για πολιτικά θέματα, συνήθ. επιπόλαιη και μη εμπεριστατωμένη.

[λόγ. πολιτικ(ή) -ο- + -λογία απόδ. γαλλ. politiquerie]

πολιτικολογώ [politikoloγó] Ρ10.9α : μιλώ πολύ, συζητώ συχνά (συνήθ. επιπόλαια) για την πολιτική, για πολιτικά θέματα: Οι Έλληνες συνηθίζουν να πολιτικολογούν στα καφενεία.

[λόγ. πολιτικ(ή) -ο- + -λογώ απόδ. γαλλ. politiquer]

πολιτικοποίηση η [politikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πολιτικοποιώ: H ~ του γλωσσικού ζητήματος οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις.

[λόγ. πολιτικ(ή) -ο- + -ποίηση]

πολιτικοποιώ [politikopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εντάσσω κτ. στο πεδίο, στα πλαίσια της πολιτικής, του δίνω (τις) πολιτικές (του) διαστάσεις: H απεργία πολιτικοποιήθηκε. Ο συνδικαλισμός πρέπει να πολιτικοποιείται, όχι όμως και να κομματικοποιείται. H αντιπολίτευση πολιτικοποίησε το θέμα. 2. (κυρίως παθ.) αποκτώ πολιτική συνείδηση, συμμετέχω στην πολιτική ζωή και δράση: Ο υπεύθυνος πολίτης οφείλει να είναι πολιτικοποιημένος.

[λόγ. πολιτικ(ή) -ο- + -ποιώ]

πολιτικός ο [politikós] Ο17 θηλ. πολιτικός [politikós] Ο34 : αυτός που η κύρια ή η μοναδική του απασχόληση είναι η πολιτική (στις σημ. 4, 5): Οι γελοιογράφοι σατιρίζουν συχνά τους πολιτικούς. Mεγάλα τμήματα του λαού έχασαν την εμπιστοσύνη τους στους πολιτικούς. Άφησε τη δικηγορία και κάνει καριέρα ως ~.

[λόγ. < αρχ. πολιτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

πολίτικος -η -ο [polítikos] Ε5 : που προέρχεται από την Kωνσταντινούπολη, που ανήκει ή που αναφέρεται σ΄ αυτήν: Πολίτικα τραγούδια / γλυκά. Πολίτικη σαλάτα και ως ουσ. η πολίτικη.

[Πολίτ(ης) -ικος]

πολιτικός -ή -ό [politikós] Ε1 : I1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολιτική1, που διεξάγεται με τα μέσα ή στο πεδίο της πολιτικής: Πολιτικά κόμματα / σχήματα / μορφώματα. Πολιτικές δυνάμεις / οργανώσεις / παρατάξεις. Πολιτικοί οργανισμοί / σχηματισμοί. Πολιτικές δραστηριότητες / ενέργειες / παρεμβάσεις / πράξεις / αποφάσεις / ευθύνες. Πολιτικές συζητήσεις / συγκεντρώσεις / εκδηλώσεις / απόψεις / θέσεις / πεποιθήσεις / ιδέες / εξελίξεις / συγκρούσεις / διαμάχες. Πολιτικά προβλήματα / θέματα / ζητήματα. Πολιτική εξουσία / επιστήμη / θεωρία / στρατηγική / τακτική / συνεργασία / συμμαχία / δράση / στήριξη / κάλυψη / ανοχή / συναίνεση / βαρύτητα / αξιοπιστία / εμβέλεια. Πολιτικοί άνδρες / αντίπαλοι / παρατηρητές / σχολιαστές / συντάκτες / αναλυτές / κύκλοι. Πολιτική καριέρα / σταδιοδρομία / επιβίωση. Πολιτική ενημέρωση / προπαγάνδα / αρθρογραφία / ομιλία / εκστρατεία. Πολιτικό παρασκήνιο / σενάριο / πρόγραμμα / ρεπορτάζ. Aσκούνται πολιτικές πιέσεις στην κυβέρνηση. H πολιτική ζωή της χώρας βρίσκεται σε κρίση. Ένα νέο κόμμα εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή. Tο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είναι γηρασμένο. H κοινωνική σύγκρουση διεξάγεται στο πολιτικό πεδίο. Έπεσε η κυκλοφορία των πολιτικών βιβλίων. || Πολιτική διαθήκη / γεωγραφία / οικονομία. ~ θάνατος. ~ χάρτης*. Πολιτικό γραφείο*. (έκφρ.) πολιτικό τοπίο*. 2. που βασίζεται σε δεδομένα της πολιτικής, που καθορίζεται ή επηρεάζεται από πολιτικές σταθμίσεις, υπολογισμούς, στάσεις, διαθέσεις: Πολιτική απεργία / δίκη. Πολιτικοί όμηροι / κρατούμενοι / φυγάδες / πρόσφυγες. Πολιτικά εγκλήματα. Πολιτικό άσυλο. 3. που είναι πολιτικά προσανατολισμένος, στρατευμένος: Πολιτικό θέατρο / τραγούδι. II. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολιτεία, και ειδικότερα σε εξουσίες ή σε θεσμούς, σε αντιδιαστολή προς τους στρατιωτικούς ή τους εκκλησιαστικούς: Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές της περιοχής. ~ γάμος / συνταξιούχος / υπάλληλος. || (ως ουσ.) τα πολιτικά, για τα ρούχα, την ενδυμασία που φορούν οι πολίτες, σε αντιδιαστολή προς τη στολή των στρατιωτικών: Φορώ πολιτικά. ANT στρατιωτικά. III. που ανήκει ή που αναφέρεται στον πολίτη: Πολιτικά δικαιώματα, τα δικαιώματα του πολίτη που σχετίζονται με τη συμμετοχή του στην άσκηση της πολιτικής, της κρατικής εξουσίας: Ποινή στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Πολιτική αγωγή, αυτή που κάνει, σε ποινικό δικαστήριο, κάποιος που αδικήθηκε επιδιώκοντας την επανόρθωση της βλάβης που υπέστη. Πολιτικά δικαστήρια, αυτά που εκδικάζουν διαφορές μεταξύ ιδιωτών. Πολιτική δικονομία, το σύνολο των νομικών κανόνων, που καθορίζουν την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών μεταξύ των πολιτών. Πολιτική άμυνα. || Πολιτικός μηχανικός*. IV. ~ στίχος, ο δεκαπεντασύλλαβος, ο χαρακτηριστικότερος στίχος της νεοελληνικής δημοτικής ποίησης. πολιτικά & (λόγ.) πολιτικώς ΕΠIΡΡ κατά τον τρόπο, από την άποψη της πολιτικής: Σκέφτομαι / δρω / ενεργώ ~. Aπόψεις / θέσεις / ιδέες ~ απαράδεκτες / ορθές / λαθεμένες. Πολιτικώς ενάγων. ~ ορθός*.

[λόγ.: Ι1: αρχ. πολιτικός· I2: σημδ. γαλλ. politique· ΙΙ, ΙΙΙ: σημδ. γαλλ. civil· IV: μσν. σημ. με βάση ελνστ. σημ. `κοινός΄· λόγ. < αρχ. πολιτικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες