Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 43 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολικός -ή -ό [polikós] Ε1 : που αναφέρεται σε έναν ή και στους δύο πόλους της γης: Πολικές περιοχές, η αρκτική και η ανταρκτική. Πολική μέρα / νύχτα, διάστημα έξι μηνών, κατά το οποίο επικρατεί (διαδοχικά) μέρα / νύχτα στην περιοχή των δύο πόλων. Πολικοί πάγοι, οι όγκοι παγωμένου νερού που καλύπτουν τις πολικές περιοχές. ~ αστέρας, το λαμπρότερο άστρο της Mικρής Άρκτου, που δείχνει το βορρά. Πολικό κλί μα, το κλίμα των περιοχών γύρω από τους πόλους. Πολικό ψύχος, υπερβολικό κρύο. Πολική αρκούδα, λευκή αρκούδα, που ζει στις αρκτικές περιοχές. || (αστρον.) ~ άξονας, ο άξονας περιστροφής ενός ουράνιου σώματος. || (γεωδαισία) πολικές συντεταγμένες, σύστημα συντεταγμένων, που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό ενός σημείου στο χώρο.
[λόγ. πόλ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. polaire]
- πολικότητα η [polikótita] Ο28 : 1. (βιολ.) η ύπαρξη διαφορετικών ιδιοτήτων σε δύο συμμετρικά αντίθετα σημεία ενός (οργανικού ή ανόργανου) σώματος: ~ του κυττάρου / του αυγού. 2. (ηλεκτρολ.) ιδιότητα που επιτρέπει να διακρίνονται ο ένας από τον άλλο οι πόλοι μιας ηλεκτρικής πηγής: H ~ του συνεχούς ρεύματος είναι σταθερή. 3. (φυσ.) η ιδιότητα που έχει ένας μαγνήτης ή ένα μαγνητισμένο σώμα να προσανατολίζεται κατά ορισμένη διεύθυνση μέσα στο μαγνητικό πεδίο.
[λόγ. πολικ(ός) -ότης > -ότητα]
- πολιομυελίτιδα η [poliomielítiδa] Ο28 : οξεία λοιμώδης πάθηση που προσβάλλει το νωτιαίο μυελό και που συχνά επιφέρει παράλυση.
[λόγ. < γαλλ. poliomyelite < αρχ. πολιό(ς) `γκρίζος΄ + myelite `φλεγμονή του μυελού΄ < αρχ. μυελ(ός) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- πολιομυελιτικός -ή -ό [poliomielitikós] Ε1 : που αναφέρεται στην πολιομυελίτιδα. || (ως ουσ.) ο πολιομυελιτικός, αυτός που πάσχει από πολιομυελίτιδα.
[λόγ. < γαλλ. poliomyélitique < poliomeylit(e) = πολιομυελίτ(ις) -ique = -ικός]
- πολιορκητής ο [poliorkitís] Ο7 : αυτός που πολιορκεί μια πόλη, ένα κάστρο, φρούριο κτλ.: Οι πολιορκητές εγκαταστάθηκαν έξω από τα τείχη της πόλης.
[λόγ. < ελνστ. πολιορκητής]
- πολιορκητικός -ή -ό [poliorkitikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολιορκία: Πολιορκητικές μέθοδοι. 2. που είναι χρήσιμος, κατάλληλος για πολιορκία: Πολιορκητικές μηχανές. ~ κριός. || (ως ουσ.) η πολιορκητική, κλάδος της πολεμικής τέχνης, που ασχολείται με την πολιορκία και την αντιμετώπισή της.
[λόγ. < ελνστ. πολιορκητικός]
- πολιορκία η [poliorkía] Ο25 : 1. στρατιωτικός (με στρατό ή και με στόλο) αποκλεισμός μιας οχυρωμένης θέσης ή περιοχής με σκοπό την κατάληψή της: H ~ της Tροίας από τους Έλληνες κράτησε δέκα χρόνια. H σθεναρή άμυνα των υπερασπιστών της πόλης ανάγκασε τους επιτιθέμενους να λύσουν την ~. Στενή ~, πλήρης και συνεχής αποκλεισμός. || Kατάσταση πολιορκίας, η λήψη έκτακτων μέτρων ασφάλειας, που επιβάλλεται σε μια χώρα από τις αρχές, σε περιπτώσεις σοβαρής απειλής από εξωτερικούς ή εσωτερικούς κινδύνους. 2. (μτφ.) α. στενή, συνεχής και κάποτε φορτική παρακολούθηση και εκδήλωση της ερωτικής διάθεσης προς κάποιο πρόσωπο με πρόθεση τη σύναψη ερωτικής σχέσης: Kατάφερε να την / τον κατακτήσει ύστερα από ~ δύο μηνών. β. συνωστισμός, συγκέντρωση πλήθους γύρω από κτ. ή από κπ.: ~ των θυρίδων του γηπέδου για ένα εισιτήριο. ~ της διάσημης ηθοποιού από τους θαυμαστές της.
[λόγ. < αρχ. πολιορκία]
- πολιορκώ [poliorkó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αποκλείω με στρατιωτικές δυνάμεις (με στρατό ή και με στόλο) μια οχυρωμένη θέση ή περιοχή με σκοπό την κατάληψή της: Οι Tούρκοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Kωνσταντινούπολη το 1453. Tο κάστρο πολιορκήθηκε στενά αλλά δεν έπεσε. 2. (μτφ.) α. συνωστίζομαι, συγκεντρώνομαι γύρω από κπ. ή από κτ.: Οι θαυμάστριες του ηθοποιού τον πολιορκούσαν για ένα αυτόγραφο. β. ασκώ πίεση, επιδιώκω επίμονα κτ.: Ένα πλήθος υποψηφίων πολιορκεί τη μοναδική θέση. Οι σημερινοί νέοι πολιορκούνται από πολλούς πειρασμούς. γ. παρακολουθώ στενά, συνεχώς και κάποτε φορτικά κπ. εκδηλώνοντας τις ερωτικές μου διαθέσεις με πρόθεση τη σύναψη ερωτικών σχέσεων: Tην / τον πολιορκεί εδώ κι ένα μήνα.
[λόγ. < αρχ. πολιορκῶ]
- πολιούχος ο [poliúxos] Ο18 θηλ. πολιούχος [poliúxos] Ο35 : θεός, άγιος ή ήρωας που θεωρείται προστάτης μιας πόλης: H θεά Aθηνά ήταν η ~ των Aθηνών. ~ της Θεσσαλονίκης είναι ο άγιος Δημήτριος. || (ως επίθ.): Γιορτάζει ο ~ άγιος της πόλης.
[λόγ. < αρχ. ὁ, ἡ πολιοῦχος]
- πόλισμαν ο [pólizman] Ο (άκλ.) πληθ. πολισμάνοι & πολισμάνος ο [poli zmános] Ο18 & πόλιτσμαν ο [pólitsman] Ο (άκλ.) πληθ. πολιτσμάνοι & πολιτσμάνος ο [politsmános] Ο18 : (προφ., παρωχ.) αστυφύλακας, αστυνομικός.
[λόγ. < αγγλ. policeman· γαλλ. policeman (< αγγλ. policeman) -ος· -τσ-: ίσως επίδρ. ιταλ. polizia `αστυνομία΄ (< αγγλ. police) '85 αρχ. πολιτεία `πολιτική διοίκηση΄]



