Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολεοδομικό
1 εγγραφή
πολεοδομικός -ή -ό [poleoδomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολεοδομία: Πολεοδομικές μελέτες. ~ σχεδιασμός. || (ως ουσ.) το πολεοδομικό, δημόσια υπηρεσία που ασκεί έλεγχο και εγκρίνει την ανέγερση οικοδομών. πολεοδομικά ΕΠIΡΡ από την άποψη της πολεοδομίας.

[λόγ. πολεοδόμ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες