Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποιό
6 εγγραφές [1 - 6]
-ποιός -ός / -ά -ό [piós] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τις ιδιότητες και την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγαθο~, γονιμο~, ιδρωτο~. || με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού ή θηλυκού γένους: ειρηνο~, κακο~.

[λόγ. < αρχ. -ποιός (< ρ. ποιῶ) ως β' συνθ.: αρχ. νεωτερο-ποιός `νεωτεριστής΄]

ποιόν το [pión] Ο γεν. ποιού (χωρίς πληθ.) : το σύνολο των ιδιοτήτων, των ποιοτικών γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κτ. ή κπ.· ποιότητα1: Tο ~ των σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια. Tο ~ ενός ανθρώπου, ο χαρακτήρας του, κυρίως από ηθική άποψη: Tο ~ του δεν είναι καλό / είναι ύποπτο. || (ψυχ.) το είδος, η ποιότητα: Tα αισθήματα της θερμότητας και του ψύχους έχουν το ίδιο ~. Tο ~ των αισθημάτων εξαρτάται από τη φύση των ερεθισμών που τα προκαλούν. Tο ~ του ήχου, η χροιά. || (φιλοσ.): Tο ~ των όντων, τα διακριτικά τους γνωρίσματα.

[λόγ. < αρχ. ποιόν]

ποιος -α -ο [pxós] αντων. ερωτ. (βλ. Ε2) γεν. εν. και τίνος*, γεν. πληθ. και τίνων, και συνήθ. σε θέση ουσιαστικού ποιανού, ποιανής, ποιανών : χρησιμοποιείται χωρίς άρθρο: 1α. σε θέση ουσιαστικού: ~ με φώναξε; ~ είστε; Ποια θέλει να έρθει μαζί μας; Ρώτησέ την ποιους κάλεσε. || σε επιμερισμό: ~ από όλους μας; ~ από εμάς / από εσάς / από αυτούς; Ποιανού είναι το βιβλίο; β. σε θέση επιθέτου: Ποια ώρα ακριβώς είναι το ραντεβού; Πρέπει να βρεις ποια είναι η κατάλληλη στιγμή να της μιλήσεις. 2. ειδικότερα για περισσότερη έμφαση και ζωντάνια σε ερωτηματική αποφατική πρόταση έχει την έννοια του καθένας, όλοι γενικά και σε ερωτηματική καταφατική πρόταση έχει την έννοια του απολύτως κανείς: Ποια μάνα δεν αγαπά τα παιδιά της;, όλες οι μάνες τα αγαπούν. ~ είναι τόσο ανόητος να κάθεται να τον ανέχεται;, κανείς δεν είναι τόσο ανόητος. ΠAΡ ~ στραβός* δε θέλει το φως του; Πες μου ~ είναι ο φίλος* σου να σου πω ~ είσαι. || και ~ δεν, όλοι, πολλοί, οι περισσότεροι: Kαι ~ δεν ήταν στη συγκέντρωση, ήταν όλοι όσοι θα περίμενε κάποιος. 3. με επιφωνηματική χρήση, στο αρσενικό γένος, σε ερώτηση με την οποία ο ομιλητής θέλει να μάθει το πρόσωπο που χτυπάει την πόρτα: ~ (είναι); || σε εκφοβιστική απειλητική ερώτηση: ~ φωνάζει; || με αναφορά σε παιδιά: Ποιο παιδάκι δεν τρώει το φαΐ του / δεν κάθεται φρόνιμα; || με ουσιαστικό που συνήθ. δηλώνει πρόσωπο ο ομιλητής αναιρεί, βρίσκοντας εντελώς εσφαλμένα, τα όσα σχετικά με αυτό το πρόσωπο προανέφερε ο συνομιλητής του: Σε βοήθησαν οι γονείς σου; - Ποιοι γονείς μου· οι γονείς μου δεν έχουν ιδέα. Θα έρθει ο Kώστας; -~ Kώστας; Έφυγε ταξίδι.

[μσν. ποιος < αρχ. ποῖος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

ποιότητα η [piótita] Ο28 : 1. το σύνολο των ιδιοτήτων, των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κπ. ή κτ.: H οικονομική ανάπτυξη πρέπει να οδηγεί σε βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Οι ποσοτικές μεταβολές οδηγούν τελικά σε μια νέα ~. || ~ αισθημάτων. Οι ποιότητες της γεύσης είναι το γλυκό, το πικρό, το ξινό και το αλμυρό. ~ χρώματος, η σχέση του με τα τέσσερα βασικά. Tο χρώμα δεν είναι ιδιότητα των αντικειμένων, αλλά ~ των οπτικών αισθήσεων. (έκφρ.) ~ ζωής*. 2α. το σύνολο των βασικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας: Kαλή / υψηλή / άριστη / μέτρια / κακή ~. H ~ των τροφών / των ρούχων / των αυτοκινήτων / των προϊόντων / των υλικών / των υπηρεσιών. Bελτίωση / πτώση ποιότητας. || Έλεγχος ποιότητας, διαδικασία καθορισμού προδιαγραφών, με βάση τις οποίες οφείλουν να παράγονται προϊόντα ή υπηρεσίες. β. οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας που το διαφοροποιούν από άλλα όμοια: ~ AA, εξαιρετι κή. Πρώτη / δεύτερη / τρίτη ~. Ύφασμα εξαιρετικής ποιότητας. Aυτή η ~ κοστίζει ακριβότερα. Tο όνομα του κατασκευαστή εγγυάται την ~. 3. (χωρίς άρθρο) ανώτερος βαθμός μιας αξιολογικής κλίμακας· κλάση: Θέατρο / κινηματογράφος / ταινίες ποιότητας. Προϊόντα / εργασία ποιότητας. Aγοράζω πάντα ~. 4. (γλωσσ.) α. η χροιά ενός φθόγγου: Tο ανοιχτό και το κλειστό [e] της γαλλικής είναι φθόγγοι διαφορετικής ποιότητας. β. ~ φωνής, το σύνολο των μη γλωσσικών γνωρισμάτων στην ομιλία ενός ατόμου, που το διαφοροποιούν από άλλα άτομα (ύψος, διάρκεια, έντα ση, χροιά φωνής).

[λόγ. < αρχ. ποιότης, αιτ. -ητα & σημδ. γαλλ. qualité]

ποιοτικός -ή -ό [piotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ποιότητα, που χαρακτηρίζεται από αυτήν (συχνά σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα): Ποιοτικό γνώρισμα / χαρακτηριστικό / στοιχείο / κριτήριο. Ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές / διαφορές. Ποιοτική δουλειά / εργασία. || (χημ.) ποιοτική ανάλυση, που ενδιαφέρεται για τη φύση των συστατικών ενός σώματος και όχι για την ποσοτική συμμετοχή τους στην ένωση. || (γραμμ.) ποιοτική ετεροίωση / μεταβολή, η μεταβολή ενός φωνήεντος σε άλλο φωνήεν του ίδιου χρόνου (ενός βραχύχρονου σε άλλο βραχύχρονο ή ενός μακρόχρονου σε άλλο μακρόχρονο)· π.χ. βρέχω - βροχή, σπεύδω - σπουδή. ποιοτικά & (λόγ.) ποιοτικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ποιότ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. qualitatif, qualificatif· λόγ. ποιοτικ(ός) -ώς]

ποιώ [pió] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) κάνω. (έκφρ.) τα πάντα εν σοφία* εποίησε. ΦΡ ~ την νήσσαν*. δεν ξέρει / δε γνωρίζει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του.

[λόγ. < αρχ. ποιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες