Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ποιόν
1 item total
ποιόν το [pión] Ο γεν. ποιού (χωρίς πληθ.) : το σύνολο των ιδιοτήτων, των ποιοτικών γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν ή αξιολογούν κτ. ή κπ.· ποιότητα1: Tο ~ των σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια. Tο ~ ενός ανθρώπου, ο χαρακτήρας του, κυρίως από ηθική άποψη: Tο ~ του δεν είναι καλό / είναι ύποπτο. || (ψυχ.) το είδος, η ποιότητα: Tα αισθήματα της θερμότητας και του ψύχους έχουν το ίδιο ~. Tο ~ των αισθημάτων εξαρτάται από τη φύση των ερεθισμών που τα προκαλούν. Tο ~ του ήχου, η χροιά. || (φιλοσ.): Tο ~ των όντων, τα διακριτικά τους γνωρίσματα.

[λόγ. < αρχ. ποιόν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go