Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποινικοποίηση
1 εγγραφή
ποινικοποίηση η [pinikopíisi] Ο33 : η ενέργεια του ποινικοποιώ: Είναι απαράδεκτη η ~ της πολιτικής / της συνδικαλιστικής δραστηριότητας των πολιτών.

[λόγ. ποινικοποιη- (ποινικοποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες