Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλυσταριό
1 εγγραφή
πλυσταριό το [plistarjó] Ο38 : χώρος μέσα στο σπίτι ή ξεχωριστό μικρό κτίσμα, κατάλληλα διαμορφωμένο για το πλύσιμο ρούχων: Tο ~ είναι στην ταράτσα / στην αυλή.

[πλύστρ(α) -αριό με ανομ. αποβ. του πρώτου [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες