Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλινθόκτιστος -η -ο [plinθóktistos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος, χτισμένος με τούβλα: Όλοι οι τοίχοι είναι πλινθόκτιστοι.
[λόγ. πλίνθ(ος) -ο- + κτισ- (κτίζω) -τος]