Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλινθόκτιστος
1 εγγραφή
πλινθόκτιστος -η -ο [plinθóktistos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος, χτισμένος με τούβλα: Όλοι οι τοίχοι είναι πλινθόκτιστοι.

[λόγ. πλίνθ(ος) -ο- + κτισ- (κτίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες