Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλειοδοσία η [plioδosía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλειοδο τώ, η προσφορά της υψηλότερης τιμής σε πλειοδοτικό διαγωνισμό. ANT μειοδοσία: ~ προσφορών / υποσχέσεων.
[λόγ. πλειο- + -δοσία μτφρδ. γερμ. Höchstgebot]



