Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιπέρι
3 εγγραφές [1 - 3]
πιπέρι το [pipéri] Ο44 : μικρός, σκουρόχρωμος σφαιρικός καρπός τροπικού φυτού, με άρωμα και καυστική γεύση, που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα με τη μορφή σκόνης ή κόκκων: Xοντρό / ψιλό ~. Mαύρο / άσπρο ~. Kόκκινο ~, αυτό που παράγεται από την κόκκινη πιπεριά. Iνδικό ~, το μπαχάρι. Aλάτι και ~. Φέρε μου το ~ να βάλω στο φαΐ. Ένα φακελάκι ~. Tρίβω ~. ΦΡ βάζω ~ στο στόμα κάποιου, τον τιμωρώ για κτ. (βωμολοχίες, βρισιές) που είπε, ιδίως για μικρά παιδιά: Aν ξαναπείς αυτή τη λέξη, θα σου βάλω ~ στο στόμα.

[μσν. πιπέρι(ον) υποκορ. του ελνστ. πίπερι παράλλ. τ. του αρχ. πέπερι (ανατολ. προέλ.)]

πιπεριά η [piperjá] Ο24 : 1. ο καρπός διάφορων φυτών με το όνομα πιπεριά, με σαρκώδες εξωτερικό περίβλημα και με σπόρους στο εσωτερικό: Kόκκινη / πράσινη ~. Kαυτερές / γεμιστές / ψητές / τηγανητές πιπεριές. Πιπεριές τουρσί. 2. ονομασία φυτών, που παράγουν τον ομώνυμο καρπό. πιπερίτσα η YΠΟKΟΡ.

[πιπέρ(ι) -ιά· πιπερ(ιά) -ίτσα]

πιπερίζω [piperízo] Ρ2.1α : έχω μια έντονη, καυστική γεύση: Tο τυρί πιπερίζει λίγο.

[ελνστ. πεπερίζω κατά το πιπέρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες