Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πετρελαιαγωγός ο [petreleaγoγós] Ο17 : μεγάλου μήκους αγωγός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά (αργού) πετρελαίου ή πετρελαιοειδών σε μεγάλη απόσταση.
[λόγ. πετρελαι(ο)- + αγωγός]



