Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετρίτης
1 εγγραφή
πετρίτης ο [petrítis] Ο10 : είδος γερακιού.

[μσν. πετρίτης < πέτρ(α) -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες