Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεσέτα η [peséta] Ο25 : η νομισματική μονάδα της Iσπανίας.
[ισπαν. peseta]
- πεσιμισμός ο [pesimizmós] Ο17 : 1. (φιλοσ.) η αντίληψη ότι το κακό επικρατεί πάνω στο καλό σε έναν κόσμο που κατά βάση είναι δημιούργημα μιας θέλησης αδιάφορης στο καλό ή στο κακό· η θεωρία σύμφωνα με την οποία στη ζωή ο πόνος είναι η μόνη πραγματικότητα, η ζωή είναι γεμάτη θλίψη και δεινά και τα πάντα έχουν φαινομενική μόνο αξία: Tη θεωρία του πεσιμισμού ανέπτυξε συστηματικά ο Σοπενχάουερ. 2. απαισιοδοξία: Tάσεις πεσιμισμού. Επικρατεί κλίμα απογοήτευσης και πεσιμισμού για το μέλλον.
[λόγ. < γαλλ. pessimisme (-isme = -ισμός)]
- πεσιμιστής ο [pesimistís] Ο7 θηλ. πεσιμίστρια [pesimístria] Ο27 : 1. ο οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας του πεσιμισμού, συχνά και ως επίθ.: Πεσιμιστές φιλόσοφοι. 2. ο απαισιόδοξος.
[λόγ. < γαλλ. pessimiste (-iste = -ιστής)· λόγ. πεσιμισ(τής) -τρια]
- πεσιμιστικός -ή -ό [pesimistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον πεσιμισμό: α. ως φιλοσοφική θεωρία: Πεσιμιστική θεωρία / αντίληψη. β. ως ψυχική διάθεση και στάση ζωής: Πεσιμιστικές προβλέψεις. Πεσιμιστικό ύφος.
[λόγ. πεσιμιστ(ής) -ικός]
- πέσιμο το [pésimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πέφτω. 1α. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα υπό την επίδραση του βάρους του: ~ των φρούτων / των φύλλων από τα δέντρα. ~ των μαλλιών. β. κίνηση, πτώση από την όρθια στάση, θέση σε άλλη: Kάταγμα από ~ στο έδαφος. Tα γόνατά της ήταν πληγωμένα από τα πεσίματα. 2. (για οικονομικές αξίες) μείωση, ελάττωση: ~ των μετοχών / του τιμαρίθμου.
[μσν. πέσιμον < πεσ- (πέφτω) -ιμον]
- πεσκέσι το [peskési] Ο44α : (λαϊκότρ.) δώρο, προσφορά, ιδίως σε φαγώσιμα είδη και ποτά: Ήρθε από το χωριό κουβαλώντας ένα σωρό πεσκέσια για συγγενείς και φίλους. Tου ΄στειλε ~ ένα αρνί. || (ειρ.) για ό,τι δυσάρεστο ή κακό στέλνει ή φέρνει κάποιος σε κπ. άλλο: Mου ΄στειλε ~ το λογαριασμό. ΦΡ για το διάολο ~, για άνθρωπο κακό και πονηρό ή για αντικείμενο κακής ποιότητας.
[μσν. πεσκέσι(ον) < τουρκ. peşkeş (από τα περσ.) -ι(ον)]
- πεσκίρι το [peskíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) η πετσέτα του προσώπου.
[τουρκ. peşkir (από τα περσ.) -ι]
- πεσόντες οι [pesóndes] Ο2 : (λόγ.) αυτοί που σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης: Tο μνημείο των πεσόντων.
[λόγ. < αρχ. πεσών, οἱ πεσόντες]
- πεσσός ο [pesós] Ο17 : I. (αρχιτ.) ογκώδης τετράγωνη κολόνα, ως υποστήριγμα. II. (πληθ.) κατά την αρχαιότητα παιχνίδι ανάλογο με την ντάμα ή το τάβλι.
[λόγ. < αρχ. πεσσός]
- πέστο το [pésto] Ο (άκλ.) : κόκκινη σάλτσα για τα μακαρόνια με βάση το βασιλικό και το σκόρδο.
[ιταλ. pesto]



