Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περικάλυψη η [perikálipsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περικαλύπτω, καθώς και το μέσο, το υλικό με το οποίο περικαλύπτεται κτ.· (πρβ. περικάλυμμα).
[λόγ. περικαλυπ- (περικαλύπτω) -σις > -ση]



