Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- περιβόητος -η -ο [perivóitos] Ε5 : (συνήθ. αρνητ. για πρόσ.) για τον οποίο έχει γίνει πολύς και από πολλούς λόγος· που είναι σε όλους γνωστός· διαβόητος: ~ απατεώνας.
[λόγ. < αρχ. περιβόητος]