Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περαιτέρω
1 item total
περαιτέρω [peretéro] επίρρ. : (λόγ.) 1. περισσότερο: Tο ζήτημα δε θα εξεταστεί ~. 2. συνήθ. σε ονοματική χρήση. α. (ως επίθ.) μεγαλύτερος, περισσότερος: Οι δύο υπουργοί θα εξετάσουν τα περιθώρια για ~ ανάπτυξη των σχέσεων των δύο χωρών. β. (ως ουσ.) τα περαιτέρω, όσα ακολουθούν: Για τα ~ θα αποφασίσουμε αργότερα.

[λόγ. < αρχ. περαιτέρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go