Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περί
282 εγγραφές [191 - 200]
περίσσιος -α -ο [perísos] & (λογοτ.) περίσσος -α -ο [perísos] Ε4 : α. που υπάρχει σε αφθονία· περισσός2: Έχει περίσσιες χάρες. Έχει περίσσια ομορ φιά. β. παραπανίσιος, περιττός, άχρηστος: Περίσσια λόγια. ~ κόπος. περίσσια & περίσσα ΕΠIΡΡ με το παραπάνω.

[μσν. περίσσιος < αρχ. περισσός κατά το ίσιος· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]

περισσός -ή -ό [perisós] Ε1 : 1. περιττός, στη λόγια έκφραση (ως) εκ περισσού, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ανάγκη, χωρίς οπωσδήποτε να χρειά ζεται: Έτσι, ως εκ περισσού, ας αναφέρουμε κι άλλο ένα παράδειγμα. 2. περίσσιος1.

[λόγ. < αρχ. περισσός]

περισσότερο [perisótero] επίρρ. : συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος πολύ. ANT λιγότερο. α. πιο πολύ: Φτάνει τόσο ή θες ~, πάρα πάνω. Mίλησε ~ από μία ώρα, πάνω από μία ώρα. Tι σας αρέσει ~, αυτό ή εκείνο; Συμφώνησαν όλοι, άλλοι ~ κι άλλοι λιγότερο. || ~… παρά, μάλλον… παρά: Έτρεμε, ~ από το φόβο του παρά από το κρύο. H αποτυχία του οφείλεται ~ στην έλλειψη πείρας παρά στην άγνοια. Διαφωνίες ~ πολιτικές παρά ιδεολογικές. Mε ενόχλησε ~ το ύφος του παρά τα λόγια του. β. (με θετικού βαθμού επίθετο ή επίρρημα για το σχηματισμό συγκριτικού) πιο: ~ βαρύς, πιο βαρύς, βαρύτερος. ~ δυνατά, πιο δυνατά, δυνατότερα.

[ελνστ. περισσότερον]

περισσότερος -η -ο [perisóteros] Ε5 : συγκριτικός βαθμός του επιθέτου πολύς· πιο πολύς. ANT λιγότερος: Tα περισσότερα από τα έργα του χάθηκαν. Tις περισσότερες μέρες έβρεχε. Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην ξενιτιά. Οι περισσότεροι από τους μισούς συμφώνησαν. Φως! περισσότερο φως. Mε λίγο περισσότερο κόπο θα τα καταφέρεις. Περισσότερη προσπάθεια δε βλάπτει. περισσότερο* ΕΠIΡΡ.

[αρχ. περισσότερος συγκρ. του περισσός]

περισταλτικός -ή -ό [peristaltikós] Ε1 : 1. ικανός να περιστέλλει, να περιορίζει, να ελαττώνει την έκταση ή την ένταση: Mέτρα περισταλτικά της ελευθερίας του ατόμου. 2. (ιατρ.): Περισταλτικές κινήσεις των εντέρων, κυματοειδείς συσπάσεις για την εξαγωγή του περιεχομένου τους.

[λόγ.: 1: ελνστ. περισταλτικός· 2: σημδ. γαλλ. restrictif]

περίσταση η [perístasi] Ο33 : η κατάσταση των πραγμάτων όπως διαμορ φώνεται και εμφανίζεται σε ορισμένη χρονική στιγμή· συγκυρία: Οι περι στάσεις της ζωής, οι συγκυρίες. Εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και πλούτισε. Δύσκολη / κρίσιμη / ευνοϊκή / δυσμενής / εξαιρετική ~. (έκφρ.) κατά την ~ ή κατά τις περιστάσεις, ανάλογα με το πώς διαμορφώνονται τα πράγματα, οι συνθήκες. στέκομαι / (λόγ.) αίρομαι στο ύψος* των περιστάσεων.

[λόγ. < ελνστ. περίστα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `περίγυρος΄]

περιστασιακός -ή -ό [peristasiakós] Ε1 : ευκαιριακός, συγκυριακός· που αφορά ορισμένη περίσταση ή συγκυρία: Περιστασιακή αντιμετώπιση. Περιστασιακές λύσεις. || που οφείλεται σε ορισμένες περιστάσεις, συγκυρίες και διαρκεί όσο αυτές: Εφήμερες, περιστασιακές φιλίες. περιστασιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. περίστασ(ις) -ιακός μτφρδ. γαλλ. circonstanciel (πρβ. ελνστ. περιστατικός, ίδ. σημ.)]

περιστατικό το [peristatikó] Ο38 : κτ. που συνέβη σε ορισμένη χρονική στιγμή· (πρβ. γεγονός, συμβάν): Θα σας διηγηθώ ένα μόνο από τα πολλά περιστατικά της περιοδείας μου. Tο ~ συνέβη πριν από λίγες ημέρες. Aπρόοπτο ~. Επείγοντα περιστατικά.

[λόγ. < ελνστ. περιστατικόν `κρίσιμη περίπτωση΄]

περιστέλλω [peristélo] -ομαι Ρ αόρ. περιέστειλα, απαρέμφ. περιστείλει, παθ. αόρ. περιστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιεστάλη, περιεστάλησαν, απαρέμφ. περισταλεί : περιορίζω, ελαττώνω κτ., κατά την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα: Πρέπει να περιστείλουμε τις δαπάνες. Zήτησε να περισταλούν τα έξοδα.

[λόγ. < αρχ. περιστέλλω `ντύνω΄ κατά τη σημ. της λ. περιστολή]

περιστέρα η [peristéra] Ο25 : (λαϊκότρ.) θηλυκό περιστέρι. || (λαϊκ.) ως χαϊδευτική ερωτική προσφώνηση γυναίκας.

[μσν. περιστέρα μεγεθ. του περιστέρ(ι) -α]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες