Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περί
282 εγγραφές [171 - 180]
περίπτερος -η -ο [perípteros] Ε5 : για οικοδόμημα που έχει και στις τέσσερις πλευρές του σειρά κιόνων· περίστυλος· (πρβ. δίπτεροςII): ~ ναός.

[λόγ. < ελνστ. περίπτερος]

περιπτερούχος ο [peripterúxos] Ο18 θηλ. περιπτερούχος [peripterúxos] Ο35 : (λόγ.) ιδιοκτήτης περιπτέρου· περιπτεράς: Διαμαρτυρία των περιπτερούχων της πόλης μας για την απόφαση του δήμου να επιβάλει ειδικό φόρο.

[λόγ. περίπτερ(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

περίπτυξη η [períptiksi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) εναγκαλισμός, αγκάλιασμα: Ερωτικές περιπτύξεις.

[λόγ. < ελνστ. περίπτυξις (-σις > -ση)]

περίπτωση η [períptosi] Ο33 : 1. συγκεκριμένο γεγονός ή φαινόμενο καθώς και η ιδιαίτερη μορφή με την οποία συνέβη, συμβαίνει ή είναι δυνατό να συμβεί: Συνηθισμένη / τυπική / σπάνια / ειδική / δύσκολη ~. Aπρόοπτη / παρόμοια / έκτακτη / χαρακτηριστική ~. || (με γεν. ονόματος που δηλώνει το συγκεκριμένο πρόσωπο που προκαλεί το γεγονός ή, συνηθέστερα, που παθαίνει από αυτό): H περίπτωσή σου δε με αφορά. H ασθένεια είναι ιδιαίτερα σοβαρή σε περιπτώσεις ασθενών με βεβαρυμένο ιστορικό. || (σε υποθετικές εκφράσεις με γεν. ή με πρόταση που δηλώνει την πράξη, το γεγονός): Σε ~ πυρκαγιάς, καλέστε αμέσως την πυροσβεστική υπηρεσία, αν εκδηλωθεί πυρκαγιά. Σε / στην ~ που αργήσω, φύγε, αν τύχει και αργήσω. Aν υπάρχει ~ αποτυχίας, πείτε το μου τώρα, αν υπάρχει πιθανότητα ή ενδεχόμενο. (έκφρ.) στην αντίθετη ~, αν συμβεί το αντίθετο ή κτ. τελείως διαφορετικό. σε κάθε ~, ό,τι κι αν συμβεί. σε καμιά ~, ποτέ. εν πάση περιπτώσει, πάντως. (απαρχ.) εν εναντία περιπτώσει, στην αντίθετη ή σε διαφορετική περίπτωση. εν ουδεμιά περιπτώσει, ποτέ, σε καμιά περίπτωση. 2. (οικ., προφ.) για πρόσωπο που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα πρότυπα και προκαλεί εντύπωση γι΄ αυτό: Mεγάλη ~ αυτός ο φίλος σου! περιπτωσάρα η (οικ., προφ.) MΕΓΕΘ στη σημ. 2.

[λόγ. < ελνστ. περίπτω(σις) -ση `τυχαίο γεγονός΄, αρχ. σημ.: `εμπειρία΄ & σημδ. γαλλ. en cas de· περίπτωσ(η)2 -άρα]

περιπτωσιακός -ή -ό [periptosiakós] Ε1 : αντί του περιστασιακός: Περιπτωσιακές λύσεις.

[λόγ. περίπτωσι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. casuel]

περιπτωσιολογία η [periptosiolojía] Ο25 : 1. (προφ.) λόγος που, από αδυναμία να αναφερθεί στο γενικό ή στο όλο, περιορίζεται σε ειδικές μόνο περιπτώσεις. 2. (ειδ. φιλοσ.) το μέρος της ηθικής που πραγματεύεται ειδικές περιπτώσεις του πρακτικού βίου κατά τις οποίες προκύπτει σύγκρουση καθηκόντων (καζουιστική ηθική): Aπαιτούν από το φιλόσοφο της ηθικής μια πρακτική δεοντολογία και ~.

[λόγ.: 1: περίπτωσι(ς) -ο- + -λογία· 2: σημδ. γαλλ. casuistique]

περιρρέουσα [periréusa] Ε (βλ. Ο27) : στην έκφραση ~ ατμόσφαιρα, η διάχυτη σε ένα κοινωνικό περιβάλλον και κάπως αόριστη ηθική και πνευματική διάθεση· γενικό κλίμα, γενική ατμόσφαιρα.

[λόγ. θηλ. μεε. του αρχ. περιρρέω `ρέω γύρω γύρω΄]

περισκελίδα η [periskelíδa] Ο26 : (λόγ.) το παντελόνι και κάθε είδους παρόμοιο ένδυμα. || (στρατ.): Xιτώνια και περισκελίδες παραλλαγής.

[λόγ. < αρχ. περισκελίς, αιτ. -ίδα]

περίσκεπτος -η -ο [perískeptos] Ε5 : που κατέχεται από πολλές σκέψεις: Περίσκεπτο ύφος.

[λόγ. περισκεπ- (περίσκεψις) -τος (διαφ. το αρχ. περίσκεπτος `ορατός από όλες τις μεριές΄)]

περίσκεψη η [perískepsi] Ο33 : σύνεση: Ενήργησε χωρίς ~, απερίσκεπτα, επιπόλαια.

[λόγ. < ελνστ. περίσκεψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   1... 16 17 [18] 19 20 ...29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες