Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 282 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιγεννητικός -ή -ό [perijenitikós] Ε1 : (ιατρ.) που συμβαίνει κατά (ή λίγο πριν ή λίγο μετά) τη χρονική στιγμή της γέννησης: Περιγεννητική θνησιμότητα.
[λόγ. περι- γεννητικός μτφρδ. αγγλ. perinatal (peri- = περι-)]
- περιγιάλι το [perijáli] Ο44 : γιαλός, ακρογιάλι, ακροθαλασσιά.
[μσν. περιγιάλι < παραγιάλιν (με παρετυμ. περι-) < *παραιγιάλιον (με παρετυμ. παρα- 1) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. παραιγιάλιος (μαρτυρείται στη σημ.: `που ζει στην ακροθαλασσιά΄)]
- περίγραμμα το [períγrama] Ο49 : 1. η εξωτερική γραμμή ενός σχήματος, αυτή που περιβάλλει και ορίζει ένα σχήμα ή το σχήμα ενός πράγματος: Kαθαρό / θολό / σαφές / ασαφές ~. 2. (μτφ.) γενική παρουσίαση, περιγραφή ιδέας, άποψης κτλ.· (πρβ. περίληψη, διάγραμμα): Mας δίνει ένα σύντομο αλλά σαφές ~ των απόψεών του, μας περιγράφει, μας παρουσιάζει σε γενικές γραμμές.
[λόγ. < ελνστ. περίγραμμα `κτ. γραμμένο γύρω΄ σημδ. γαλλ. contour]
- περιγραφή η [periγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιγράφω· λόγος γραπτός ή προφορικός που περιγράφει (πράγμα, μορφή, γεγονός, συμβάν κτλ.): ~ ενός μνημείου / μιας πόλης / ενός τοπίου / της ζωής στην πόλη / μιας εργασίας. ~ ενός προσώπου. Σύμφωνα με τις περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, ο δράστης είναι κοντός, φαλακρός και φοράει γυαλιά. Aκριβής / λεπτομερής / ζωηρή ~. Συγκλονιστική ~ της μάχης. Φανταστική ~, πράγματος ή γεγονότος που υπήρξε στη φαντασία ή όπως υπήρξε σ΄ αυτήν.
[λόγ. < αρχ. περιγραφή, ελνστ. αἱ περιγραφαί `περιγραφικά χωρία΄ & σημδ. γαλλ. description]
- περιγραφικός -ή -ό [periγrafikós] Ε1 : 1. που περιγράφει (πράγμα, κατάσταση, γεγονός) χωρίς να ερμηνεύει, να αιτιολογεί, να αξιολογεί κτλ.: Περιγραφικό κείμενο. Περιγραφική έκθεση. Περιγραφικός ορισμός μιας έννοιας. Περιγραφικός όρος. || (για επιστημονικούς κλάδους κτλ.) που περιορίζεται ή στοχεύει στην περιγραφή ενός αντικειμένου, χωρίς να προχωρά στην ερμηνεία ή στη διατύπωση κανόνων: Περιγραφική επιστήμη. Περιγραφική μελέτη. Περιγραφική γραμματική, που περιγράφει τη γλώσσα χωρίς να ρυθμίζει τη χρήση της. ANT κανονιστική. 2. ικανός να περιγράφει με πιστότητα και ζωηρότητα: Περιγραφικές εικόνες.
[λόγ. περιγραφ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. descriptif (διαφ. το ελνστ. περιγραφικός `ενδεικτικός συμπεράσματος΄)]
- περιγραφικότητα η [periγrafikótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να περιγράφει.
[λόγ. περιγραφικ(ός) -ότης > -ότητα]
- περιγράφω [periγráfo] -ομαι Ρ αόρ. περιέγραψα, απαρέμφ. περιγράψει, παθ. αόρ. περιγράφηκα και περιγράφτηκα, απαρέμφ. περιγραφεί και περιγραφτεί, μππ. περιγεγραμμένος* : 1. παριστάνω με λόγο, προφορικό ή γραπτό, ένα πράγμα, ένα γεγονός ή μια κατάσταση· λέω, προφορικά ή γραπτά, πώς είναι ένα πράγμα ή μια κατάσταση, ή πώς έγινε ένα γεγονός ή συμβάν, για να κάνω τον ακροατή ή τον αναγνώστη να πλάσει και να δει με το νου του την εικόνα τους: Εγώ απλώς θα περιγράψω το γεγονός, δε θα το ερμηνεύσω ούτε θα το αξιολογήσω. ~ ένα σπίτι / ένα τοπίο / μια μάχη / ένα ταξίδι. ~ τα συναισθήματα / την αγωνία / τη χαρά μου. ~ λεπτομερώς / σε γενικές γραμμές / με γλαφυρότητα. Δε βρίσκω λόγια να περιγράψω την ομορφιά της. ~ ένα φαινόμενο. || Tέτοιο θέαμα με τίποτα δεν περιγράφεται. H έκπληξή μου δεν περιγράφεται, ήταν τόσο μεγάλη που είναι δύσκολο ή αδύνατο να την περιγράψω. 2. γράφω σχήμα γύρω από άλλο. ANT εγγράφω: ~ τρίγωνο σε κύκλο.
[λόγ. < αρχ. περιγράφω `χαράζω γραμμή γύρω, καθορίζω΄ σημδ. γαλλ. décrire]
- περίγυρα [períjira] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) ολόγυρα, γύρω γύρω.
[< περίγυρ(ο) επίρρ. -α]
- περίγυρο το [períjiro] Ο41 : περίγυρος.
[< περίγυρος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- περίγυρος ο [períjiros] Ο20 : 1. περίφραγμα, μάντρα. 2. σύνολο προσώπων που αποτελούν το κάπως στενό ή πιο άμεσο περιβάλλον κάποιου· περιβάλλον: Πολιτικός / κοινωνικός ~. Φιλικός / καλλιτεχνικός ~.
[1: περι- γύρος (πρβ. μσν. επίρρ. περιγύρου)· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. alentours]



