Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 282 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιστροφικός -ή -ό [peristrofikós] Ε1 : που γίνεται με περιστροφή: Περιστροφική κίνηση (π.χ. ενός τροχού). || που λειτουργεί με περιστροφή: ~ φάρος.
περιστροφικώς & περιστροφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. περιστροφ(ή) -ικός· λόγ. περιστροφικ(ός) -ώς]
- περίστροφο το [perístrofo] Ο42 : πιστόλι με μύλο (με περιστρεφόμενο κύλινδρο φυσιγγίων)· ρεβόλβερ: Εξάσφαιρο ~. || (επέκτ.) για κάθε είδους πιστόλι.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. περίστροφος `που περιστρέφεται σε υποδοχή΄ σημδ. αγγλ. revolver]
- περιστύλιο το [peristílio] Ο40 : (αρχιτ.) σειρά κιόνων γύρω από οικοδόμημα (ή αυλή), που σχηματίζει στοά, καθώς και ο χώρος τον οποίο στεγάζει αυτή η στοά.
[λόγ. < ελνστ. περιστύλιον]
- περίστυλος -η -ο [perístilos] Ε5 : που περιβάλλεται από σειρά κιόνων ή από περιστύλιο· περίπτερος. || (ως ουσ.) το περίστυλο, περιστύλιο.
[λόγ. < αρχ. περίστυλος]
- περισυλλέγω [perisiléγo] -ομαι Ρ (βλ. συλλέγω) : (λόγ.) α. μαζεύω κτ. (εγκαταλελειμμένο, διασκορπισμένο κτλ.): Περισυνέλεξαν τα συντρίμμια του αεροσκάφους. β. παρέχω προστασία, βοήθεια κτλ. σε πρόσωπο εγκαταλελειμμένο, χαμένο κτλ.: Aλιευτικό σκάφος περισυνέλεξε τους ναυαγούς.
[λόγ. < ελνστ. περισυλλέγω]
- περισυλλογή 1 η [perisilojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περισυλλέγω: H τρομερή θύελλα δεν επέτρεψε την ~ των ναυαγών.
[λόγ. περι συλ(λέγω) + -λογή (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: συλλέγω - συλλογή]
- περισυλλογή 2 η : α. συγκέντρωση, επίμονη αφοσίωση της σκέψης· περίσκεψη: Bυθίστηκε σε μακρά ~. β. διαχείριση με περίσκεψη και φειδώ: Στον οικονομικό τομέα, εφάρμοσε πολιτική αυστηρής περισυλλογής.
[< περισυλλογή 1]
- περισφίγγω [perisfíŋgo] -ομαι Ρ αόρ. περιέσφιξα, απαρέμφ. περισφίξει, παθ. αόρ. περισφίχτηκα, απαρέμφ. περισφιχτεί : σφίγγω κτ. από παντού, ολόγυρα.
[λόγ. < αρχ. περισφίγγω]
- περίσφιξη η [perísfiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περισφίγ γω.
[λόγ. < ελνστ. περίσφιγξις (-σις > -ση) με αποβ. του [ŋ] κατά το σφίγξις > σφίξη]
- περισώζω [perisózo] -ομαι Ρ αόρ. περιέσωσα, απαρέμφ. περισώσει, παθ. αόρ. περισώθηκα, απαρέμφ. περισωθεί, μππ. περισωσμένος : σώζω κτ. από ένα σύνολο που καταστράφηκε· διασώζω: Προσπάθησε να περισώσει ό,τι δεν είχε ακόμα καταστραφεί εντελώς. Tουλάχιστον ας περισώσουμε την αξιοπρέπειά μας.
[λόγ. < αρχ. περισῴζω]



