Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίπλοκος
1 εγγραφή
περίπλοκος -η -ο [períplokos] Ε5 : που δεν είναι απλός, στη διάταξη ή τη σύνθεση των στοιχείων του, και γι΄ αυτό είναι δύσκολος· πολύπλοκος. ANT απλός: ~ μηχανισμός. Περίπλοκο σύστημα. Περίπλοκη υπόθεση / κατάσταση, μπερδεμένη. Οι περίπλοκες σχέσεις της κοινωνικής ζωής. Περίπλοκο ύφος, στρυφνό.

[λόγ. < ελνστ. περίπλοκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες