Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεθυμώ [peθimó] Ρ10.1α : (λαϊκότρ., προφ.) επιθυμώ: Kάνε ό,τι πεθυμά η ψυχή σου.
[μσν. πεθυμώ < επεθυμώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐπιθυμῶ ( [i > e] με βάση τον αόρ. ἐπεθύμησα)]



