Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεζεύω [pezévo] Ρ5.2α : ξεπεζεύω, ξεκαβαλικεύω· (πρβ. αφιππεύω).
[μσν. πεζεύω < πεζ(ός) -εύω (διαφ. το αρχ. πεζεύω `ταξιδεύω με τα πόδια΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. πεζεύω < πεζ(ός) -εύω (διαφ. το αρχ. πεζεύω `ταξιδεύω με τα πόδια΄)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |