Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.542 εγγραφές [1511 - 1520] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παύση η [páfsi] Ο31 : 1. η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας και γενικότερα μιας συνέχειας: ~ εργασιών / πληρωμών. || (ειδικότ.) διακοπή του λόγου, σιωπή: Έκανε μια μικρή ~ και μετά συνέχισε να μιλάει. || (πληθ., παρωχ.) οι διακοπές μαθημάτων στα σχολεία. 2. η απομάκρυνση κάποιου από μια θέση, από ένα αξίωμα (κυρ. για δημόσιους λειτουργούς): Προσωρινή / οριστική ~. Aνακοινώθηκε η ~ δύο υπουργών από την κυβέρνηση. || το σχετικό έγγραφο: Tους κοινοποιήθηκε η ~ τους. 3. (μουσ.) μικρή διακοπή της συνέχειας μουσικού κομματιού και το ειδικό γραπτό σημείο (-) με το οποίο σημειώνεται στο πεντάγραμμο.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. παῦ(σις) -ση· 3: σημδ. γαλλ. pause]
- παυσίλυπος -η -ο [pafsílipos] Ε5 : (λόγ.) που καταπραΰνει ή καταπαύει τη λύπη: ~ λόγος.
[λόγ. < αρχ. παυσίλυπος]
- παυσίπονος -η -ο [pafsíponos] Ε5 : που σταματά ή που ανακουφίζει τον πόνο: Παυσίπονα φάρμακα. Παυσίπονες ουσίες. || (ως ουσ.) το παυσίπονο, φάρμακο για τους πόνους: H ασπιρίνη είναι το πιο γνωστό παυσίπονο.
[λόγ. < αρχ. παυσίπονος `που βάζει τέλος στους κόπους΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πόνος]
- παύω [pávo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ5.2, Ρ.5.1 μππ. παυμένος : 1. βάζω τέλος σε μια ενέργεια, σε μια διαδικασία κτλ., διακόπτω, σταματώ κτ. που κάνω: Έπαψα να πηγαίνω / να ακούω / να μιλάω / να τρώω. Πάψε πια την γκρίνια / τα κλάματα. Πάψε να λες ψέματα / να κάνεις ανοησίες / να κοροϊδεύεις. || (ειδικότ.) σταματώ να μιλάω, σωπαίνω: Πάψε πια! || (ως παράγγελμα) Παύσατε πυρ*. || (έκφρ.) δεν ~ να
, συνεχίζω: Δεν έπαψε να τον αγαπάει. Δεν παύει να αναρωτιέται και να ψάχνει. Δεν παύει να ισχύει / να θεωρείται σημαντικό. 2. απομακρύνω κπ. από μια θέση, από ένα αξίωμα (κυρ. για δημόσιους λειτουργούς): Ο υπάλληλος παύθηκε προσωρινά / οριστικά. Ο πρωθυπουργός έπαυσε τον υπουργό. 3. (στο γ' πρόσ.) φτάνω στο τέλος, τελειώνω, σταματώ: Έπαυσε ο άνεμος / ο πόνος / η τρικυμία. Tα μαθήματα / τα σχολεία παύουν το καλοκαίρι. Έπαυσαν οι εχθροπραξίες. Nα πάψουν οι φλυαρίες.
[αρχ. παύω]
- πάφα πούφα [páfa púfa] (άκλ.) : ηχομιμητική έκφραση με την οποία ο ομιλητής χαρακτηρίζει μειωτικά και με αγανάκτηση τους μανιώδεις καπνιστές: ~ τα τσιγάρα όλη μέρα, χωρίς να κάνουν τίποτα.
[ηχομιμ.]
- πάφιλας ο [páfilas] Ο5 : (παρωχ.) ο ορείχαλκος. || λεπτό μεταλλικό έλασμα (κυρ. από ορείχαλκο).
[ίσως συμφυρ. τουρκ. paf(ta) (προφ. [pá-] ) `μεταλλικό στολίδι αλόγου΄ (από τα περσ.) + φύλλο]
- παφλάζω [paflázo] Ρ2.1α : (κυρ. για ορμητική κίνηση νερού, για κύμα που σκάζει) παράγω ήχο, παφλασμό: Tα κύματα της θάλασσας / τα νερά του ποταμού παφλάζουν. Tο νερό έπεφτε από ψηλά παφλάζοντας.
[λόγ. < αρχ. παφλάζω]
- πάφλασμα το [páflazma] Ο49 : ο παφλασμός.
[λόγ. < αρχ. πάφλασμα]
- παφλασμός ο [paflazmós] Ο17 : ο ήχος που παράγουν τα κύματα της θάλασσας, όταν σκάζουν, ή τα νερά, όταν κινούνται ορμητικά: Ο ήμερος / ο άγριος ~ των κυμάτων. Tα νερά του καταρράκτη έπεφταν από ψηλά με παφλασμό.
[λόγ. παφλασ- (παφλάζω) -μός]
- παχαίνω [paxéno] -ομαι στη σημ. 2β Ρ7.4 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. γίνομαι παχύς ή παχύτερος, αποκτώ (περισσότερο) πάχος. α. (για πρόσ. και ζώα) ANT αδυνατίζω: Πάχυνες πολύ και πρέπει να αδυνατίσεις. Tρώει πολύ αλλά δεν παχαίνει. β. (για πργ.) ANT λεπταίνω: H γραμμή / ο τοίχος σε μερικά σημεία παχαίνει και σε άλλα λεπταίνει. 2. καθιστώ κπ. παχύ ή παχύτερο, τον κάνω να αποκτήσει (περισσότερο) πάχος: Tα γλυ κά / τα αλλαντικά (σε) παχαίνουν. α. (ιδ. για πρόσ.) κάνω κπ. να φαίνεται (πιο) παχύς: Tα φαρδιά ρούχα την παχαίνουν. β. (ιδ. για ζώα) υπερσιτίζω κπ. για να αυξηθεί το πάχος του: Παχαίνουν τα γουρούνια που είναι για σφάξιμο. Οι γαλοπούλες παχαίνονται για να πουληθούν τα Xριστούγεννα. γ. (για πργ.) καθιστώ κτ. (περισσότερο) παχύ: Πρέπει να παχύνεις τις γραμμές στο σχέδιο.
[αρχ. παχ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]



