Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.542 εγγραφές [1521 - 1530] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάχνη η [páxni] Ο30 : η πρωινή παγωμένη δροσιά: Έπεσε ~ πάνω στα φύλλα και στα χόρτα.
[αρχ. πάχνη]
- παχνί το [paxní] Ο43 : μόνιμη κατασκευή σε στάβλο, στην οποία τοποθετείται η τροφή των ζώων (άχυρο, χόρτο κτλ.): Tα ζώα τρώνε ήσυχα στο ~. ΦΡ σαν το βόδι στο ~, για άτομο άβουλο, χωρίς κρίση.
[υποκορ. του ελνστ. πάθν(η) -ίον < αρχ. φάτνη με τροπή [tn > θn > xn], σύγκρ. ατμός > αθμός > αθνός > αχνός]
- πάχος το [páxos] Ο46 λαϊκότρ. πληθ. και πάχια, πάχητα κυρ. στις σημ. 2, 3 : 1. (ιδ. για στερεά σώματα) η μικρότερη από τις (τρεις) διαστάσεις (που άλλοτε αντιστοιχεί στο πλάτος και άλλοτε στο ύψος): Tο ~ του βιβλίου / του τοίχου / της θωράκισης / του σωλήνα. Mικρό / μεγάλο ~. Ξύλο / λαμαρίνα / γυαλί πάχους τριών εκατοστών. || Tο ~ της γραμμής είναι δύο χιλιοστά, το πλάτος. 2. (για άνθρ. και ζώο) ο συνολικός όγκος των σαρκών του σώματος και κυρίως οι περιττές, οι παραπανίσιες σε σχέση με ό,τι θεωρείται κανονικό, φυσιολογικό: Παρά το ~ του είναι ευκίνητος. Δεν μπορεί να κουνηθεί από το ~. (έκφρ.) τα πάχη μου, τα κάλλη* μου. 3. (ιδ. για ζώα) το λίπος, σε αντιδιαστολή προς το κρέας: Kρέας με / χωρίς ~. H κότα δεν τρώγεται, είναι όλο ~.
παχάκι το YΠΟKΟΡ (συνήθ. πληθ.) συσσώρευση πάχους κυρίως σε ορισμένα σημεία του σώματος: Tα ΄χει τα παχάκια του / της. Mε την ειδική φόρμα αδυνατίσματος εξαφανίζονται τα παχάκια. [αρχ. πάχος]
- παχουλός -ή -ό [paxulós] Ε1 : (για άνθρ., ζώο ή μέλος του σώματος) κάπως παχύς, ευτραφής: Παχουλό σώμα. Παχουλές γάμπες. || (ως ουσ.): Φορέματα για παχουλές.
παχουλούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. [αρχ. παχυλός ( [i > u] από επίδρ. του [l] )· παχουλ(ός) -ούτσικος]
- πάχτωνας ο [páxtonas] Ο5 : (ναυτ.) τετράγωνη λέμβος, χωρίς καρίνα και με επίπεδο πυθμένα, που τη χρησιμοποιούν όταν καλαφατίζουν, καθαρίζουν και βάφουν τα εξωτερικά μέρη του πλοίου.
[λόγ. < ελνστ. πάκτων, αιτ. -ωνα `ελαφρύ καράβι του Νείλου από λυγαριά΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] για προσαρμ. στη δημοτ.]
- παχυ- [pa
i] & παχύ- [pa í], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις (ιδ. επίθετα και τα παράγωγά τους)· αποδίδει σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. τη σημασία του παχύς, σαρκώδης· (πρβ. χοντρο-)· συνήθ. ANT λεπτο-: παχύρριζος, παχύσαρκος, παχύσωμος, παχύφλοιος, παχύφυλλος· ~σαρκία, ~στομία. 2. τη σημασία του παχύρρευστος, όταν το β' συνθετικό είναι υγρό σώμα: παχύχυμος. 3. την έννοια της βραδύνοιας: παχύνους. [λόγ. < αρχ. παχυ- θ. του επιθ. παχύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. παχύ-δερμος, παχυ-δερμία & διεθ. pachy- `που αναφέρεται στο φάρδος, στο πλάτος΄ < αρχ. παχυ-: παχύ-μετρο < αγγλ. pachymeter & σε μτφρδ.: παχύ-ρρευστος < γερμ. dickflüssig]
- παχυδερμία η [paxiδermía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του παχύδερμου. || (ιατρ.) πάχυνση του δέρματος που οφείλεται σε υπερπλασία. 2. (μτφ.) συναισθηματική ή ηθική αναισθησία.
[λόγ.: 1: αρχ. παχυδερμία (στην ιατρ. σημ.)· 2: κατά τη σημ. του παχύδερμος2]
- παχυδερμισμός ο [paxiδermizmós] Ο17 : έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής ευαισθησίας· αναισθησία, παχυδερμία2.
[λόγ. παχύδερμ(ος)2 -ισμός]
- παχύδερμος -η -ο [paxíδermos] Ε5 : 1α. που έχει παχύ, χοντρό δέρμα. β. (ως ουσ.) το παχύδερμο, (συνήθ. πληθ.) για ορισμένα είδη θηλαστικών με ιδιαίτερα παχύ και σχεδόν άτριχο δέρμα: Ο ελέφαντας, ο ιπποπόταμος, ο ρινόκερος, ο χοίρος ανήκουν στα παχύδερμα. 2. (μτφ.) για άτομο με πλήρη έλλειψη ηθικής ή συναισθηματικής ευαισθησίας ή λεπτότητας· χοντρόπετσος, αναίσθητος: ~ άνθρωπος. || (συνήθ. ως ουσ.) το παχύδερ μο: Δε συγκινήθηκε καθόλου το παχύδερμο.
[λόγ. < αρχ. παχύδερμος]
- παχυλός -ή -ό [paxilós] Ε1 : (λόγ.) 1. (κυρ. για χρηματικά μεγέθη) που είναι περισσότερος ή μεγαλύτερος από το κανονικό, από όσο πρέπει: ~ μισθός. Παχυλή αμοιβή. Παχυλό εισόδημα. 2. (αρνητ.) που υπάρχει σε πο λύ μεγάλο, σε πολύ υψηλό βαθμό: Παχυλή άγνοια / αμάθεια.
παχυλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. παχυλός]



