Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατσαβούρα
1 εγγραφή
πατσαβούρα η [patsavúra] Ο25 : 1. κομμάτι (συνήθ. παλιού, άχρηστου) υφάσματος που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν, να σκουπίζουν κτ. βρόμικο: Φέρε μια ~ να σκουπίσω το πάτωμα / τα χέρια μου. 2. (μειωτ.) α. κάθε βρόμικο πανί, κουρέλι. β. για ύφασμα, χαρτί κτλ. κακής ποιότητας, παλιό ή άχρηστο: Aυτό το πουκάμισο / φόρεμα / παντελόνι έγινε (σαν) ~ / δεν κάνει ούτε για ~. Tο βιβλίο / το χαρτί βράχηκε κι έγινε (σαν) ~. 3. (μτφ., προφ.) ως υβριστικός ή περιφρονητικός χαρακτηρισμός: α. για γυναίκα πρόστυχη, ανήθικη, χυδαία: Πού τη γνώρισες αυτή την ~; β. για ανυπόληπτο, χυδαίο έντυπο (συνήθ. εφημερίδα)· παλιοφυλλάδα: Δεν τη διαβάζω αυτή την ~.

[βεν. spazzadura `βρομιά για σκούπισμα΄ με αποβ. του [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-sp > tisp > tis-p] και τροπή [d > δ > v] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες