Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πατινάζ το [patináz] Ο (άκλ.) : άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής φορώντας πατίνια (τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα) κινείται γλιστρώντας σε μια λεία ή παγωμένη επιφάνεια (πίστα), εκτελώντας διάφορες ασκήσεις ισορροπίας ή χορευτικές φιγούρες, με συνοδεία μουσικής: Kαλλιτεχνικό ~. ~ σε πάγο, παγοδρομία.
[λόγ. < γαλλ. patinage]