Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατινάζ
1 εγγραφή
πατινάζ το [patináz] Ο (άκλ.) : άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής φορώντας πατίνια (τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα) κινείται γλιστρώντας σε μια λεία ή παγωμένη επιφάνεια (πίστα), εκτελώντας διάφορες ασκήσεις ισορροπίας ή χορευτικές φιγούρες, με συνοδεία μουσικής: Kαλλιτεχνικό ~. ~ σε πάγο, παγοδρομία.

[λόγ. < γαλλ. patinage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες