Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πατητήρι το [patitíri] Ο44 : μεγάλος κάδος ή είδος χτιστής δεξαμενής, όπου πατούν τα σταφύλια για να βγει ο μούστος.
[ελνστ. πατητήριον]
- πατητής ο [patitís] Ο7 : αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι.
[ελνστ. πατητής]
- πατητός -ή -ό [patitós] Ε1 : 1. που γίνεται με πάτημα (με συμπίεση): Πατητά σύκα, ξερά σύκα. Πατητό χώμα, πατημένο. 2. (ως ουσ.) η πατητή: α. (ραπτ.) τρόπος ραφής με το χέρι, που μοιάζει με μονό γαζί. β. (τεχν.) τσιμεντοκονία της οποίας η τελευταία στρώση πατιέται (συμπιέζεται) με μυστρί.
πατητά ΕΠIΡΡ. [ελνστ. πατητός `πατημένος΄]



