Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πασιέντσα η [pasxéntsa] & πασιέντζα η [pasxéndza] Ο25α : παιχνίδι με τράπουλα που παίζεται από ένα μόνο άτομο: Παίζω / ρίχνω πασιέντζες. H ~ παίζεται συχνά με στόχο την πρόβλεψη του μέλλοντος. Bγαί νει η ~, τελειώνει κανονικά.
[ιταλ. (διαλεκτ.) *passienza (αρχική σημ.: `υπομονή΄, πρβ. γαλλ. patience, ίδ. σημ.)· αφομ. ηχηρ. [ts > dz] από επίδρ. του [n] ]



