Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 714 εγγραφές [591 - 600] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρθενογένεση η [parθenojénesi] Ο33 : 1. η αναπαραγωγή μερικών ζωικών ή φυτικών οργανισμών χωρίς γονιμοποίηση, δηλαδή μόνο από το θηλυκό χωρίς τη συμμετοχή του αρσενικού: Φυσική / τεχνητή / τυχαία / κυκλική ~. 2. (μτφ.) η αυτόματη, η εκ του μηδενός δημιουργία: Οι ιδέες διαμορφώνονται ιστορικά και δεν προκύπτουν ξαφνικά με ~.
[λόγ. < γαλλ. parthénogenèse < αρχ. παρθένο(ς) + αρχ. γένε(σις) -ση]
- παρθενογονία η [parθenoγonía] Ο25 : η παρθενογένεση.
[λόγ. παρθέ ν(ος) -ο- + -γονία μτφρδ. γαλλ. parthénogenèse]
- παρθενορραφή η [parθenorafí] Ο29 : η συρραφή, η αποκατάσταση του κατεστραμμένου γυναικείου παρθενικού υμένα με χειρουργική επέμβαση.
[λόγ. παρθέν(ος) -ο- + ραφή (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]
- παρθένος η [parθénos] Ο35 : (λόγ.) I. η παρθένα. ΦΡ μωρά ~, για κπ. που από αμέλεια, ασυνέπεια, ολιγωρία αποτυχαίνει σε κτ. || (ως προσωνυμία) Παρθένος, η Παναγία. II. Παρθένος: 1. (αστρον.) αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) το έκτο από τα δώδεκα μέρη του ζωδιακού κύκλου και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 23 Aυγούστου ως 22 Σεπτεμβρίου: Γεννήθηκε στην Παρθένο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. 3. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον αστερισμό της Παρθένου: Είμαι Παρθένος.
[λόγ.: Ι: αρχ. παρθένος (η Παρθένος: ελνστ. σημ., αρχ. σημ. για τη θεά Aθηνά)· ΙΙ: ελνστ. σημ.]
- παρθένος -α -ο [parθénos] Ε4 : 1. που είναι τελείως άθικτος, αγνός, ανόθευτος, που δεν έχει υποστεί φθορά από χρήση, εκμετάλλευση: Παρθένο δάσος, πυκνό, αδιάβατο, απάτητο. Παρθένα βλάστηση, πυκνή, πλούσια. Παρθένο λάδι / μαλλί / μέλι, ανόθευτο, εξαιρετικής ποιότητας. Tο χιόνι στις κορφές παραμένει παρθένο, απάτητο. Παρθένα περιοχή / έκταση, απάτητη, ανεκμετάλλευτη ακόμα. 2. (μτφ.) που δεν τον έχουν εξερευνήσει, διερευνήσει, εκμεταλλευτεί (και γι΄ αυτό παρέχει μεγάλες δυνατότητες προς αυτήν την κατεύθυνση): Οι νέες ιδέες βρήκαν παρθένο έδαφος και εξαπλώθηκαν ταχύτατα.
[λόγ. < αρχ. παρθένος `που δεν έχει γνωρίσει σεξουαλικές σχέσεις΄ σημδ. γαλλ. vierge & αγγλ. virgin]
- πάρθιος -α -ο [párθios] Ε6 : μόνο στη ΦΡ πάρθιο βέλος, ξαφνικό, απροσδόκητο χτύπημα, ύπουλος προσβλητικός υπαινιγμός, μπηχτή συνήθ. της τελευταίας στιγμής.
[λόγ. < αρχ. Πάρθ(οι) -ιος μτφρδ. αγγλ. Ρarthian]
- παριανός -ή -ό [parjanós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Πάρο, που κατοικεί εκεί ή που προέρχεται από εκεί: Παριανό μάρμαρο.
[η Πάρ(ο) -ιανός]
- παρίας ο [parías] Ο3 : 1. μέλος των κατώτερων κοινωνικών ομάδων της ινδουιστικής Iνδίας. 2. για άνθρωπο, ομάδα, λαό κτλ., που έχει μειωμένα (πολιτικά, κοινωνικά κτλ.) δικαιώματα, που έχει χαμηλό κοινωνικό κύρος: Εμείς οι Έλληνες δεν πρέπει να καταντήσουμε οι παρίες της Ευρώπης.
[λόγ. < αγγλ. pariah -ς (από γλ. της Ινδίας, στη σημ.: `τυμπανιστής΄)]
- παριζιάνικος -η -ο [parizjánikos] Ε5 : παρισινός: Παριζιάνικη μόδα / κουλτούρα. Παριζιάνικα μοντελάκια. Tα παριζιάνικα καφέ.
[παριζιά ν(ος) -ικος < γαλλ. parisi(en) -άνος]
- πάριος -α -ο [pários] Ε6 : (λόγ.) ο παριανός. || Πάριο χρονικό, αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στην Πάρο.
[λόγ. < αρχ. Πάριος]



