Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 714 εγγραφές [571 - 580] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρετυμολογώ [paretimoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : ετυμολογώ εσφαλμένα μια λέξη: Οι βυζαντινοί γραμματικοί παρετυμολογούσαν συχνά τις λέξεις.
[λόγ. < ελνστ. παρετυμολογῶ `αναφέρομαι στην ετυμολογία μιας λέξης΄ κατά τη σημ. της λ. παρετυμολογία]
- παρευθύς [parefθís] επίρρ. χρον. : ευθύς αμέσως, την ίδια (σχεδόν) στιγμή: Mόλις άκουσε ότι ήρθαν, έτρεξε ~ να τους προϋπαντήσει.
[λόγ. < ελνστ. παρευθύς]
- παρευρίσκομαι [parevrískome] Ρ αόρ. παρευρέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρευρέθη, παρευρέθησαν, απαρέμφ. παρευρεθεί & παραβρίσκομαι [paravrískome] Ρ αόρ. παραβρέθηκα, απαρέμφ. παραβρεθεί : είμαι παρών, παρίσταμαι κάπου (σ΄ ένα χώρο, σε μια εκδήλωση κτλ.): Στη συγκέντρωση παραβρέθηκαν βουλευτές της περιοχής και εκπρόσωποι τοπικών οργανώσεων.
[λόγ. παρ(α)- 1 ευρίσκομαι μτφρδ. γαλλ. y être (διαφ. το αρχ. παρευρίσκω, -ομαι `ανακαλύπτω επιπλέον΄)· προσαρμ. στη δημοτ. με εισαγωγή ολόκληρου του προθήματος παρα- 1]
- παρεφθαρμένος -η -ο [parefθarménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει παραφθαρεί, που έχει υποστεί φθορά, αλλοίωση, αλλαγή προς το χειρότερο: Παρεφθαρμένο χωρίο αρχαίου συγγραφέα.
[λόγ. < ελνστ. παρεφθαρμένος μππ. του παραφθείρω]
- παρέχω [paréxo] -ομαι Ρ πρτ. παρείχα, αόρ. γ' πρόσ. παρέσχε, παρέσχεσαν, απαρέμφ. παράσχει, παθ. αόρ. παρασχέθηκα, απαρέμφ. παρασχε θεί : δίνω, προσφέρω, προμηθεύω, εξασφαλίζω κτ. σε κπ.: ~ υποστήριξη / ευκαιρίες / διευκολύνσεις / εφόδια / υπηρεσίες / διαβεβαίωση / εγγυήσεις. Ο μισθός του του παρέχει τη δυνατότητα να ζει άνετα. Tο IKA παρέ χει στους ασφαλισμένους του ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στον τραυματία παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Στον τουρισμό οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι συχνά χαμηλής ποιότητας.
[λόγ. < αρχ. παρέχω]
- παρηγορητής ο [pariγoritís] Ο7 θηλ. παρηγορήτρια [pariγorítria] Ο27 & παρηγορήτρα [pariγorítra] Ο25 : αυτός που παρηγορεί κπ. για κτ.: Ήρθε ~ στη δυστυχία μου.
[λόγ. παρηγορη- (παρηγορώ) -τής· λόγ. παρηγο ρη(τής) -τρια· παρηγορη(τής) -τρα]
- παρηγορητικός -ή -ό [pariγoritikós] Ε1 : που προσφέρεται, που είναι κατάλληλος για παρηγοριά, για ανακούφιση: Tου μίλησε με λόγια παρηγορητικά.
παρηγορητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. παρηγορητικός]
- παρηγόρια η [pariγórja] Ο25α : (λαϊκότρ.) η παρηγοριά.
[παρηγορ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
- παρηγοριά η [pariγorjá] Ο24 : 1. η ανακούφιση, ο μετριασμός της λύπης, της θλίψης, του ψυχικού πόνου που προκαλείται από κτ. δυσάρεστο: Δίνω ~ σε κπ. Bρίσκω ~ σε κτ. Bρήκε ~ στο πιοτό / στο τσιγάρο. Έχω κτ. για ~ (μου): Είχε το μπουζούκι για ~ (του). ΠAΡ ΦΡ ~ στον άρρωστο (ώσπου να βγει η ψυχή του), για παρηγοριά χωρίς αξία, χωρίς νόημα, αναντίστοιχη προς το μέγεθος της δυστυχίας. 2. καθετί που παρηγορεί, που ανακουφίζει: Tο παιδί αυτό είναι η ~ μου. 3. δείπνο ή κέρασμα που προσφέρεται συνήθ. στο σπίτι του νεκρού από τους συγγενείς μετά τον ενταφιασμό του. (έκφρ.) καφές της παρηγοριάς, που σερβίρεται μετά την κηδεία και με επέκταση, (σκωπτ.) ύστερα από δυσάρεστα γεγονότα (αποτυχίες, ήττες κτλ.).
[μσν. παρηγοριά < αρχ. παρηγορία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- παρήγορος -η -ο [paríγoros] Ε5 : που προσφέρει παρηγοριά, ανακούφιση, που δίνει ενθάρρυνση, ελπίδα: Tο ότι υπάρχουν ακόμα έστω και λίγοι τίμιοι άνθρωποι είναι παρήγορο γεγονός.
[λόγ. < αρχ. παρήγορος]



