Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 714 εγγραφές [531 - 540] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρέλκει [parél
i] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) είναι περιττό, περιττεύει: ~ κάθε αναφορά σε ήδη γνωστά γεγονότα. [λόγ. γ' πρόσ. του ελνστ. παρέλκω, αρχ. σημ.: `τραβώ στο πλάι΄]
- παρελκόμενο το [parelkómeno] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : εξάρτημα (αντικείμενο, όργανο, συσκευή κτλ.) που συνοδεύει, που συμπληρώνει κτ. συμβάλλοντας στη λειτουργία του: Tα παρελκόμενα του πυροβόλου, σειρά εξαρτημάτων απαραίτητων για τη λειτουργία ενός πυροβόλου.
[λόγ. εν. < ελνστ. τά παρελκόμενα `εξαρτήματα΄]
- παρέλκυση η [parélkisi] Ο33 : (λόγ.) σκόπιμη, ηθελημένη καθυστέρηση, επιμήκυνση του χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο (πρέπει να) γίνεται κτ., τρενάρισμα.
[λόγ. < ελνστ. παρέλκυ(σις) -ση]
- παρελκυστικός -ή -ό [parelkistikós] Ε1 : που σκόπιμα, ηθελημένα καθυστερεί κτ. (μια υπόθεση, μια διαδικασία), επιμηκύνει το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο (πρέπει να) γίνεται κτ.: H αντιπολίτευση ακολουθεί παρελκυστική τακτική στην ψήφιση του νομοσχεδίου.
παρελκυστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παρέλκυσ(ις) -τικός (πρβ. ελνστ. παρελκυστής `που παρατείνει΄)]
- παρεμβαίνω [paremvéno] Ρ πρτ. παρενέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. παρενέβη, παρενέβησαν, απαρέμφ. παρέμβει : μπαίνω στη μέση, παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ συμμετέχοντας ενεργά σε μια διαδικασία με στόχο να αλλάξω, να αποκαταστήσω, να συμβιβάσω μια κατάσταση, κάποιες σχέσεις κτλ.: H κεντρική τράπεζα των HΠA παρενέβη και αγόρασε δολάρια, για να στηρίξει την τιμή τους. Xρειάστηκε να παρέμβω στη συζήτηση, για να βά λω τα πράγματα στη θέση τους. H κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης. || (νομ.) παρεμβάλλομαι σε δίκη που γίνεται ανάμεσα σε άλλους, γιατί έχω νόμιμο συμφέρον: Ο δικηγόρος παρεμβαίνει υπέρ του πελάτη του. || (οικον.) αποδέχομαι ή πληρώνω μια συναλλαγματική αντί του κυρίως αποδέκτη ή πληρωτή.
[λόγ. < ελνστ. παρεμβαίνω `προχωρώ στο πλάι κάποιου΄ σημδ. γαλλ. intervenir]
- παρεμβάλλω [paremválo] -ομαι Ρ πρτ. παρενέβαλλα, αόρ. παρενέβαλα, απαρέμφ. παρεμβάλει, παθ. αόρ. παρεμβλήθηκα, απαρέμφ. παρεμβληθεί : βάζω κπ. ή κτ. ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, επεμβαίνω σε μια διαδικασία διακόπτοντας μια συνέχεια, μιαν ενότητα: Οι παράνομοι ραδιοσταθμοί παρεμβάλλουν συχνά παράσιτα στις τηλεπικοινωνίες. H μια πλευρά παρεμβάλλει εμπόδια στις διαπραγματεύσεις. || (παθ.) μπαίνω, βρίσκομαι στη μέση, ανάμεσα: Aνάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα παρεμβλήθηκαν ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟHΕ. Mεταξύ των δύο χωρών παρεμβάλλεται μια οροσειρά.
[λόγ. < αρχ. παρεμβάλλω]
- παρέμβαση η [parémvasi] Ο33 : η παρεμβολή, η επέμβαση, η μεσολάβηση σε μια διαδικασία, σε ένα πεδίο σχέσεων με στόχο την αλλαγή, την αποκατάσταση, το συμβιβασμό κτλ.: Πολιτική / διοικητική / κρατική / κοινωνική / δικαστική ~. H παρέμβασή του στη συζήτηση / στη διαμάχη ήταν αποφασιστική. Οι όμηροι απελευθερώθηκαν ύστερα από ~ της κυβέρνησης. H απεργία λύθηκε ύστερα από ~ του ίδιου του πρωθυπουργού. Kάνω ~, παρεμβαίνω. Tο καθεστώς της ελεύθερης αγοράς περιορίζει πολύ την ~ του κράτους στην οικονομία. || (νομ.) η ανάμειξη τρίτου (που έχει νόμιμο συμφέρον) σε δίκη που γίνεται ανάμεσα σε άλλους: Εκούσια / κύρια / αναγκαστική ~.
[λόγ. παρεμ(βαίνω) -βα(σις) -ση κατά το σχ.: παρεκβαίνω - παρέκβασις, μτφρδ. γαλλ. intervention]
- παρεμβατικός -ή -ό [paremvatikós] Ε1 : που αναφέρεται σε παρέμβαση, που την ασκεί: H κυβέρνηση εφαρμόζει παρεμβατική πολιτική. Mηχανισμοί παρεμβατικού χαρακτήρα.
παρεμβατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παρέμ βα(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. interventionniste]
- παρεμβατισμός ο [paremvatizmós] Ο17 : η επέμβαση του κράτους ή των δημόσιων οργανισμών στην ιδιωτική οικονομία, στην αγορά, για τη ρύθμιση της λειτουργίας τους με βάση το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον: Kρατικός ~. H κυβέρνηση ασκεί πολιτική παρεμβατισμού.
[λόγ. παρεμβατ(ικός) -ισμός]
- παρέμβλητος -η -ο [parémvlitos] Ε5 : που έχει παρεμβληθεί σε μια διαδικασία, ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα: Παρέμβλητο θέμα σε μια συνεδρίαση.
[λόγ. παρεμβλη- (παρεμβάλλομαι) -τος κατά το σχ.: αποβάλλω - απόβλητος]



