Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρ
714 εγγραφές [691 - 700]
παρτιζάνικος -η -ο [partizánikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον παρτιζάνο· (πρβ. αντάρτικος).

[παρτιζάν(ος) -ικος]

παρτιζάνος ο [partizános] Ο18 : αντάρτης ιδίως σε χώρα της Ευρώπης που βρισκόταν υπό την κατοχή των Γερμανών κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: Οι παρτιζάνοι του Tίτο. Iταλοί παρτιζάνοι συνέλαβαν και εκτέλεσαν το Mουσολίνι.

[γαλλ. partisan -ος < ιταλ. partigiano]

παρτιτούρα η [partitúra] Ο25α : σελίδα χαρτιού (συνήθ. με πεντάγραμ μο), πάνω στην οποία έχει γραφεί με ειδικά σύμβολα (νότες) ένα μουσικό έργο: Παίζει κιθάρα κοιτάζοντας την / χωρίς ~.

[λόγ. < ιταλ. partitura]

παρτός -ή -ό [partós] Ε1 : (ραπτ.) για ρούχο που είναι κομμένο πιο πολύ από το κανονικό, ώστε να επιτρέπει σε κάποια μέρη του σώματος να φαίνονται περισσότερο ή ώστε να εφαρμόζει στο σώμα σε ορισμένα σημεία: Παρτό σακάκι στη μέση. Παρτή καβαδούρα.

[παρ- (παίρνω) -τός]

παρτούζα η [partúza] Ο25α : (οικ.) ομαδικός έρωτας με ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων.

[γαλλ. partous(e) ]

παρτσακλός -ή -ό [partsaklós] Ε1 : (μειωτ.) για πρόσωπο που ντύνεται με τρόπο άκομψο, περίεργο και προκαλεί σχόλια ή για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Παρτσακλό ντύσιμο / φέρσιμο. || (ως ουσ.) το παρτσακλό, για πρόσωπο. παρτσακλά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[ίσως τουρκ. parçak `κουρελιασμένο΄]

παρτσάς ο [partsás] Ο1 : (λαϊκότρ.) το κομμάτι.

[τουρκ. parça `μικρό κομμάτι΄ ]

παρυφή η [parifí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : η άκρη κάθε πράγματος, ιδίως μιας έκτασης: Στις παρυφές του δάσους / της κοιλάδας / του χωριού. Πλήθος από παράνο μα κτίσματα υπάρχουν στις παρυφές της πόλης μας.

[λόγ. < ελνστ. παρυφή `μπορντούρα ρούχου΄ σημδ. γαλλ. bordure]

παρφουμάρισμα το [parfumárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρφουμάρω.

[παρφουμαρισ- (παρφουμαρίζω) -μα]

παρφουμάρω [parfumáro] -ομαι Ρ6 & παρφουμαρίζω [parfumarízo] -ομαι Ρ2.1 : αρωματίζω συνήθ. έντονα κπ.: Πλύθηκε, παρφουμαρίστηκε και βγήκε. Mαλλιά χτενισμένα και παρφουμαρισμένα.

[ιταλ. perfumar(e) με επίδρ. του γαλλ. parfumer· παρφουμάρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. παρφουμαρισ-]

< Προηγούμενο   1... 68 69 [70] 71 72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες