Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρ
714 εγγραφές [661 - 670]
παροξυσμός ο [paroksizmós] Ο17 : απότομη και ιδιαίτερα έντονη εμφάνιση των συμπτωμάτων ενός παθολογικού ή συχνά νοσηρού φαινομένου: ~ πυρετού / βήχα. Tο πλήθος βρισκόταν σε παροξυσμό. Έπαθε παροξυσμό, νευρική κρίση. || Bρισκόταν σε παροξυσμό ενθουσιασμού.

[λόγ. < αρχ. παροξυσμός]

παροξύτονος -η -ο [paroksítonos] Ε5 : 1. (γραμμ.) α. (στο μονοτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα. β. (στο πολυτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα με οξεία (και όχι με περισπωμένη). 2. (μετρ.) στίχος με τονισμένη την προτελευταία συλλαβή του: Iαμβικοί πεντασύλλαβοι, παροξύτονοι στίχοι.

[λόγ. < ελνστ. παροξύτονος]

παροπλίζω [paroplízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αφαιρώ από πλοίο τον εξοπλισμό του, έτσι ώστε να μην έχει πια ικανότητα πλεύσης και να παραμένει αγκυροβολημένο στο λιμάνι, συντηρούμενο από ελάχιστο πλήρωμα. || (επέκτ.): Παροπλισμένο αυτοκίνητο / τανκς. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) για άνθρωπο που έχει αποσυρθεί από την ενεργό δραστηριότητα ή για υπάλληλο που έχει τεθεί στο περιθώριο, καθώς δεν του αναθέτουν έργο ανάλογο με τη θέση ή τις ικανότητές του.

[λόγ. < ελνστ. παροπλίζω]

παρόπλιση η [paróplisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παροπλί ζω.

[λόγ. παροπλι- (παροπλίζω) -σις > -ση]

παροπλισμός ο [paroplizmós] Ο17 : η ενέργεια και κυρίως το αποτέλεσμα του παροπλίζω.

[λόγ. < ελνστ. παροπλισμός]

παρόραμα το [parórama] Ο49 : λάθος από απροσεξία ή αβλεψία σε κείμενο τυπωμένο ή δακτυλογραφημένο. || (πληθ.) πίνακας που μπορεί να υπάρχει στο τέλος ενός βιβλίου και περιλαμβάνει τυπογραφικά σφάλμα τα.

[λόγ. < ελνστ. παρόραμα `παραδρομή΄ σημδ. νλατ. erratum]

παρόρμηση η [parórmisi] Ο33 : ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη, έντονη και ισχυρή τάση που αισθάνεται κάποιος για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης: Εσωτερική ~. Mια ξαφνική ~. Ενήργησε από ~.

[λόγ. < αρχ. παρόρμη(σις) `παρακίνηση΄ -ση σημδ. γαλλ. impulsion]

παρορμητικός -ή -ό [parormitikós] Ε1 : που γίνεται από παρόρμηση: Παρορμητικές πράξεις. Παρορμητικά λόγια. || Είναι ~ τύπος, αντιδρά ή ενεργεί με τρόπο παρορμητικό. παρορμητικά & (λόγ.) παρορμητικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. παρορμητικός `διεγερτικός΄ σημδ. γαλλ. impulsif· λόγ. < μσν. παρορμητικώς < παρορμητικ(ός) -ώς]

παρότρυνση η [parótrinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παροτρύνω· η παρακίνηση, η προτροπή ή η ενθάρυνση: Mε την παρότρυνσή του ακολούθησα αυτόν τον κλάδο.

[λόγ. < μσν. παρότρυνσις < παροτρύ ν(ω) -σις > -ση]

παροτρύνω [parotríno] -ομαι Ρ8.1 : με τα κατάλληλα λόγια, με πειστικά επιχειρήματα ενισχύω τη διάθεση ή την τάση κάποιου να κάνει, να τολμήσει κτ., τον προτρέπω, τον παρακινώ, τον ενθαρρύνω: Tον παρότρυνε να ακολουθήσει τη θεατρική καριέρα. Mε παροτρύνει να ασχοληθώ συστηματικά με τη μουσική.

[λόγ. < αρχ. παροτρύνω]

< Προηγούμενο   1... 65 66 [67] 68 69 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες