Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 714 εγγραφές [651 - 660] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρομοίωση η [paromíosi] Ο33 : η ενέργεια του παρομοιάζω: H ~ του ύπνου με το θάνατο. || (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο για να τονίσουμε την ιδιότητα ενός προσώπου, ενός πράγματος ή μιας ιδέας, το συσχετίζουμε με κτ. άλλο πολύ γνωστό που έχει την ίδια ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό· η σύγκριση γίνεται με τις παρομοιαστικές λέξεις σαν, καθώς, όπως, λες κτλ.: Άστοχη / εύστοχη ~. Πρωτότυπη / τολμηρή ~.
[λόγ. < αρχ. παρομοίω(σις) `σύγκριση΄ -ση σημδ. γαλλ. comparaison ή νλατ. comparatio < λατ. comparatio `σύγκριση΄]
- παρόν το [parón] Ο52 : το τμήμα του χρόνου το οποίο βιώνει κάποιος είτε ως συγκεκριμένη στιγμή είτε ως ολόκληρη περίοδο, σε αντιδιαστολή προς το παρελθόν και το μέλλον· (πρβ. παρών): Tο ~ και το μέλλον του έθνους. Zει μόνο το ~, χωρίς να τον απασχολεί το μέλλον. (έκφρ.) προς το ~: α. όσον αφορά την παρούσα στιγμή: Aυτές τις πληροφορίες έχουμε προς το ~. β. προσωρινά: Bολέψου με αυτά προς το ~ και μετά βλέπουμε. επί του παρόντος, όσον αφορά την παρούσα στιγμή: Επί του παρόντος είναι άνεργη. (δεν) είναι του παρόντος, για κτ. άκαιρο, που δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει: H συζήτηση αυτή δεν είναι του παρόντος.
[λόγ. < αρχ. παρόν `αυτό που βρίσκεται μπροστά μας, παρούσα κατάσταση΄ & σημδ. γαλλ. présent]
- παρόνομα το [parónoma] Ο49 : (παρωχ.) επώνυμο.
[λόγ. παρ(α)- 1 όνομα μτφρδ. λατ. cognomen]
- παρονομάζω [paronomázo] -ομαι Ρ2.1 : παραλλάζω το όνομα κάποιου, τον ονομάζω με παρατσούκλι, του δίνω ένα παρατσούκλι.
[λόγ. < ελνστ. παρονομάζω `χρησιμοποιώ μικρή αλλαγή του ονόματος΄]
- παρονομασία η [paronomasía] Ο25 : λογοπαίγνιο ή ρητορικό σχήμα που στηρίζεται στην ομοηχία των λέξεων ή στην παραπλήσια σημασία τους.
[λόγ. < ελνστ. παρονομασία]
- παρονομαστής ο [paronomastís] Ο7 : (μαθημ.) ο όρος του κλάσματος που γράφεται κάτω από την κλασματική γραμμή και δηλώνει σε πόσα μέ ρη έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα: Όταν ο αριθμητής είναι μικρότερος από τον παρονομαστή, το κλάσμα είναι μικρότερο από τη μονάδα. Kοινός ~, σε δύο ή περισσότερα κλάσματα και μτφ. για το κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις. ΦΡ στον ίδιο παρονομαστή, στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο επίπεδο: Είμαστε / καταλή ξαμε στον ίδιο παρονομαστή.
[λόγ. παρ(α)- 1 ελνστ. ὀνομαστής `που καθο ρίζει νομικό τίτλο΄ (μτφρδ. λατ. nominator) μτφρδ. γαλλ. dénomi nateur]
- παροντικός -ή -ό [parondikós] Ε1 : που έχει σχέση με το παρόν. || (γραμμ.) παροντικοί χρόνοι, ο ενεστώτας και ο παρακείμενος.
[λόγ. παροντ- (παρόν) -ικός]
- παρόξυνση η [paróksinsi] Ο33 : η όξυνση.
[λόγ. παροξύν(ω) 1 -σις > -ση]
- παροξύνω 1 [paroksíno] -ομαι Ρ8.1 : οξύνω 1.
[λόγ. < αρχ. παροξύνω]
- παροξύνω 2, -ομαι : (γραμμ.) α. (στο μονοτονικό σύστημα) τονίζω μια λέ ξη στην παραλήγουσα. β. (στο πολυτονικό σύστημα) τονίζω μια λέξη στην παραλήγουσα με οξεία (όχι με περισπωμένη).
[λόγ. < ελνστ. παροξύνω]



