Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρ
714 εγγραφές [611 - 620]
παρκετέζα η [parketéza] Ο25α : ηλεκτρική συσκευή με την οποία γίνεται το παρκετάρισμα του δαπέδου.

[γαλλ. parqueteus(e) ]

παρκετίνη η [parketíni] Ο30 : εμπορική ονομασία υγρής ή κρεμώδους ουσίας που χρησιμοποιείται για το γυάλισμα των ξύλινων συνήθ. δαπέδων: Yγρή ~.

[λόγ. παρκέτ(ο δες στο παρκετάρω) -ίνη σήμα κατατ.]

πάρκιγκ το [párkiŋg] & (προφ.) πάρκιν το [párkin] Ο (άκλ.) : χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων: Δημόσιο / δημοτικό / ιδιωτικό ~. Πολυώροφο / υπόγειο / υπαίθριο ~.

[αγγλ. parking]

πάρκινσον η [párkinson] Ο (άκλ.) : (ιατρ.) νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος που εμφανίζεται με ποικίλα και έντονα συμπτώματα δυσκαμψίας και τρέμουλο κυρίως στα χέρια: Nόσος του Πάρκινσον, τρομώδης παράλυση.

[λόγ. < αγγλ. Ρarkinson(΄s disease) < ανθρωπων. Ρarkinson (όν. Άγγλου γιατρού)]

παρκινσονικός -ή -ό [parkinsonikós] Ε1 : που αναφέρεται στη νόσο του Πάρκινσον ή που πάσχει από πάρκινσον: ~ τρόμος. ~ ασθενής.

[λόγ. πάρκινσον -ικός μτφρδ. αγγλ. parkinsonian]

πάρκο 1 το [párko] Ο39 : ανοικτός δημόσιος χώρος διαμορφωμένος σε κή πο ή μικρό δασάκι: Θα βρεθούμε στο ~ δίπλα στο σπίτι σου. || Εθνικό ~, εκτεταμένη περιοχή η οποία διατηρείται στη φυσική της κατάσταση και στην οποία προστατεύεται η χλωρίδα και η πανίδα. || Aρχαιολογικό ~, χώρος ανοικτός για την έκθεση και προβο λή των αρχαιολογικών ευρημάτων τα οποία έχουν βρεθεί επιτόπου, διαμορφωμένος σε πάρκο, με πράσινο και χώρους αναψυχής. || Bιομηχανικό ~, βιομηχανική ζώνη στην οποία οι εγκαταστάσεις βρίσκονται μέσα σε χώρο διαμορφωμένο σε πάρκο. παρκάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. parco]

πάρκο 2 το : ξύλινη ή πλαστική συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλεται από κάγκελα ή πλέγμα, και μέσα στην οποία παίζει το βρέφος.

[λόγ. < πάρκο 1 σημδ. γαλλ. parc]

παρκόμετρο το [parkómetro] Ο42 : ειδικό όργανο που τοποθετείται συνήθ. στο ρείθρο πεζοδρομίου, για να μετρά και να ελέγχει το χρόνο στάθμευσης των αυτοκινήτων.

[λόγ. < γαλλ. parcomètre < parc (για αυτοκίνη τα, πρβ. παρκάρω) -ο- + -mètre = -μετρον]

πάρλα η [párla] Ο25α : (οικ.) ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία χωρίς νόη μα: Πιάσανε πάλι την ~.

[παρλ(άρω) -α (αναδρ. σχημ.)]

παρλαπίπα η [parlapípa] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ως χαρακτηρισμός λόγων ανόητων, φλύαρων και κομπαστικών.

[γερμ. papperlapap (ηχομιμ.) παρετυμ. πάρλα και ίσως πίπα]

< Προηγούμενο   1... 60 61 [62] 63 64 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες