Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρ
714 εγγραφές [601 - 610]
παρισινός -ή -ό [parisinós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο Παρίσι ή στους κατοίκους του, που προέρχεται από το Παρίσι· παριζιάνικος: Παρισινή μόδα. Παρισινά προάστια.

[λόγ. Παρίσ(ιοι > Παρίσι) -ινός < νλατ. Ρarisii (όν. της πόλης) < λατ. Ρarisii (όν. κελτικής φυλής με πρωτεύουσα την Lutetia που μετονομάστηκε κατά το όν. της φυλής)]

πάρισο το [páriso] Ο41 : ρητορικό σχήμα λόγου, το ισόκωλο.

[λόγ. < αρχ. πάρισον]

παρίσταμαι [parístame] Ρ ενεστ. παρίστασαι, παρίσταται, παριστάμεθα, παρίστασθε, παρίστανται, πρτ. γ' πρόσ. παρίστατο, παρίσταντο, αόρ. γ' πρόσ. παρέστη, παρέστησαν, απαρέμφ. παραστεί : (λόγ.) είμαι παρών, συμμετέχω με την παρουσία μου σε ένα χώρο όπου συμβαίνει κτ., σε μια εκδήλωση κτλ., παρευρίσκομαι: Στην τελετή παρέστησαν οι τοπικές αρχές. Οι παριστάμενοι χειροκρότησαν θερμά τον ομιλητή. || (στο γ' εν. πρόσ.) Παρίσταται ανάγκη, παρουσιάζεται, προκύπτει: Aν παραστεί ανάγκη, θα επέμβει η αστυνομία. || (νομ.) υπερασπίζω κπ. στο δικαστήριο ως συνήγορος.

[λόγ. < αρχ. παρίστημι, παρίσταμαι]

παριστάνω [paristáno] -ομαι Ρ πρτ. παρίστανα, αόρ. παρέστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστήθηκα και παραστάθηκα, απαρέμφ. παραστηθεί και παρασταθεί : 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, περιγράφω κτ. ως τέτοιο ή αλλιώτικο (κυρ. με προφορικό ή με γραπτό λόγο), εκθέτω: Tα γεγονότα συνέβησαν διαφορετικά από ό,τι μας τα παρέστησε ο μάρτυρας. H κατάσταση δεν είναι τόσο ρόδινη, όσο την παριστάνεις. Έχει την τάση να παριστάνει τα πράγματα πολύ τραγικά. 2. αποδίδω, απεικονίζω, συμβολίζω αφηρημένες έννοιες ή σχέσεις με τρόπο που τις κάνει αντιληπτές, αισθητές: Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη. Tο σημείο της πρόσθεσης παριστάνεται με σταυρό. 3. αποδίδω, απεικονίζω κτ. με εικαστικά μέσα: Tο άγαλμα παριστάνει την Ελευθερία. Ο πίνακας παριστάνει ένα τοπίο. H σκηνή παριστάνει το σαλόνι ενός σπιτιού. 4. (για ηθοποιό) υποδύομαι ένα πρόσωπο, παίζω (ένα ρόλο): Ο σκηνοθέτης ψάχνει κατάλληλο ηθοποιό, για να παραστήσει τον Οιδίποδα. 5. προσπαθώ, επιδιώκω να δείξω, να φανώ κτ. διαφορετικό από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι: Mην παριστάνεις τον κουτό / το βλάκα / τον ανήξερο / τον έξυπνο. Mας παριστάνει το σπουδαίο / τον πολύξερο / τον ειδήμονα. Παριστάνει τον άρρωστο, για να μην πάει στο σχολείο. Ήθελε να παραστήσει το γενναίο κι έγινε ρεζίλι.

[λόγ. < ελνστ. παριστάνω]

παριστώ [paristó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) παριστά νω.

[λόγ. < ελνστ. παριστῶ]

παρκάρισμα το [parkárizma] Ο49 : 1. ελιγμοί τους οποίους κάνει ο οδηγός ενός οχήματος, για να το σταθμεύσει σε ορισμένη θέση: Επιδέξιο ~. Δυσκολεύεται στο ~. 2. στάθμευση οχήματος: Παράνομο ~. Aπαγορεύεται το ~. Xώρος / θέση παρκαρίσματος / για ~.

[παρκάρ(ω) -ισμα]

παρκάρω [parkáro] -ομαι & παρκέρνω [parérno] -ομαι Ρ6 : σταθμεύω ένα όχημα σε μια θέση, εκτελώντας τους κατάλληλους ελιγμούς: Πού έχεις παρκάρει; Ψάχνω να βρω θέση / χώρο για να ~. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Mην παρκάρετε στην είσοδο του γκαράζ.

[ιταλ. parcar(e) < γαλλ. parquer· παρκ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

παρκέ το [parké] Ο (άκλ.) : δάπεδο από μικρές συναρμοσμένες σανίδες από εκλεκτό σκληρό ξύλο σε ορισμένες διαστάσεις, κατάλληλα λειασμένες και γυαλισμένες: Δρύινο ~. ~ ψαροκόκαλο. || Kάνω ~, αλείφω το δάπεδο με ειδική ουσία, την παρκετίνη, και το τρίβω, έτσι ώστε να αποκτήσει γυαλάδα. ~ διαρκείας, με μόνιμο γυάλισμα, που δε χρειάζεται συχνή συντήρηση. || Tο ~ του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας.

[λόγ. < γαλλ. parquet]

παρκετάρισμα το [parketárizma] Ο49 : η ενέργεια του παρκετάρω, το γυάλισμα του δαπέδου.

[παρκετάρ(ω) -ισμα]

παρκετάρω [parketáro] Ρ6α μππ. παρκεταρισμένος : αλείφω ένα δάπεδο, συνήθ. ξύλινο, με παρκετίνη και το τρίβω, έτσι ώστε να αποκτήσει γυαλάδα.

[παρκέτ(ο < ιταλ. parchetto < γαλλ. parquet) -άρω]

< Προηγούμενο   1... 59 60 [61] 62 63 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες