Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρ
714 εγγραφές [581 - 590]
παρηγορώ [pariγoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : μιλώ, συμπεριφέρομαι σε κπ. με διάθεση να μετριάσω, να ανακουφίσω τη λύπη, τη θλίψη, τον ψυχικό πόνο του από κτ. δυσάρεστο που του συνέβη: Προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν για το θάνατο του άντρα της. Δεν μπορούσε να παρηγορηθεί για την ήττα της αγαπημένης του ομάδας. Mε παρηγορεί το γεγονός ότι στο τέλος του μήνα θα πάω διακοπές. H χήρα παρηγορήθηκε γρήγορα στην αγκαλιά ενός νεαρού.

[αρχ. παρηγορῶ]

παρηκμασμένος -η -ο [parikmazménos] Ε3 μππ. του παρακμάζω : (λόγ.) που έχει παρακμάσει, παρακμασμένος: H παρηκμασμένη Οθωμανική Aυτοκρατορία.

[λόγ. μππ. του παρακμάζω]

παρήλιο το [parílio] Ο40 : (μετεωρ.) το φάσμα του ήλιου, που αντανακλάται στα σύννεφα και εμφανίζεται με τη μορφή ομόκεντρων κυκλικών κηλίδων γύρω από τον ήλιο· (πρβ. άλως).

[λόγ. < αρχ. παρήλιον]

παρήχηση η [paríxisi] Ο33 : (γραμμ.) σχήμα λόγου που συνίσταται στην επανάληψη (μέσα στον ίδιο στίχο ή στην ίδια φράση) όμοιων ή ομόηχων φθόγγων, συλλαβών ή λέξεων, π.χ. «Tραγούδι τραγουδήστε μου χιλιοτρα γουδισμένο», «Εγέλα ο γιαλός γάλα όλος».

[λόγ. < ελνστ. παρήχη(σις) -ση]

παρθένα η [parθéna] Ο25 αρσ. παρθένος [parθénos] Ο18 : 1. γυναίκα που δεν έχει έρθει σε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή με άντρα, που διατηρεί άθικτο τον παρθενικό της υμένα: H γυναίκα που θα παντρευτώ θέλω να είναι ~. Οι κοπέλες που στολίζουν τον Επιτάφιο πρέπει να είναι παρθένες. || ως προσηγορικό όνομα της Παναγίας: Παναγιά μου Παρθένα! 2. (αρσ.) για άντρα που δεν έχει έρθει ακόμα σε σεξουαλική επαφή με γυναίκα.

[μσν. παρθένα < ελνστ. παρθέν(η) μεταπλ. < αρχ. ἡ παρθέν(ος) μεταπλ. -η· λόγ. < ελνστ. παρθένος ὁ]

παρθεναγωγείο το [parθenaγojío] Ο39 : σχολείο όπου φοιτούσαν μόνο μαθήτριες.

[λόγ. παρθέν(ος) + -αγωγείον κατά το νηπιαγωγείον]

παρθενία η [parθenía] Ο25 : (λόγ.) 1. η ιδιότητα, η κατάσταση γυναίκας που δεν έχει έρθει σε ολοκληρωμένη ερωτική επαφή με άντρα, που διατηρεί άθικτο τον παρθενικό της υμένα: Διατηρώ / χάνω την ~ μου. 2. (μτφ.) έλλειψη πονηριάς, αγνότητα, αθωότητα.

[λόγ. < αρχ. παρθενία]

παρθενιά η [parθená] Ο24 : (οικ.) 1. η παρθενία. 2. ο παρθενικός υμένας. (έκφρ.) παίρνω την ~, εκπαρθενεύω, διακορεύω μια γυναίκα παρθένα και ως ΦΡ δοκιμάζω, γεύομαι, χρησιμοποιώ πρώτος κτ.: Nα σου πάρω την ~ από το καινούριο σου πακέτο;,

[αρχ. παρθενία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

παρθενικός -ή -ό [parθenikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται ή ταιριάζει σε παρθένα: ~ υμένας*. Παρθενικές φωνές, κοριτσίστικες. 2. (μτφ.) α. αγνός, αθώος, αμόλυντος: Παρθενική ψυχή / αθωότητα. β. που γίνεται, που συμβαίνει για πρώτη φορά: Tο υπερωκεάνειο «Tιτανικός» βυθίστηκε στο παρθενικό του ταξίδι. παρθενικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: ελνστ. παρθενικός· 2: σημδ. γαλλ. virginal & αγγλ. virgin]

παρθενικότητα η [parθenikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό του παρθενικού, του παρθένου. 2. (μτφ.) α. η αγνότητα, η αθωότητα. β. η ιδιότητα αυτού που δεν έχει φθαρεί από τη χρήση.

[λόγ. παρθενικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   1... 57 58 [59] 60 61 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες