Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 714 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραλείπω [paralípo] -ομαι Ρ αόρ. παρέλειψα και (προφ.) παράλειψα, απαρέμφ. παραλείψει, παθ. αόρ. παραλείφθηκα, απαρέμφ. παραλειφθεί : συνειδητά ή ακούσια, δεν κάνω, δεν αναφέρω κτ. (που θα μπορούσα ή θα όφειλα να κάνω ή να πω): Παρέλειψε (να αναφέρει) το όνομά μου. Παρέλειψα να ταχυδρομήσω το γράμμα, ξέχασα, αμέλησα. ~ το επόμενο κεφάλαιο και διαβάζω παρακάτω, αφήνω. ~ (να κάνω) το καθήκον μου. Παρέλειψα να σας πω κάτι σημαντικό. Kατά τη δημοσίευση του κειμένου από το πρωτότυπο παραλείφθηκαν ορισμένες λέξεις. || (έκφρ.) δεν ~ να
, φροντίζω (συστηματικά): Δεν ~ να διαβάζω καθημερινά τις πρωινές εφημερίδες. τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, ό,τι γίνεται εύκολα, αυτονόητα αντιληπτό, δε χρειάζεται να ειπωθεί, να αναφερθεί. || (μπε. ως ουσ.) τα παραλειπόμενα, πλευρές ή πτυχές γεγονότων που δε γίνονται δημόσια γνωστές (τουλάχιστον κατά το χρόνο που συμβαίνουν): Tα παραλειπόμενα της υπόθεσης / του συνεδρίου / της συνάντησης.
[λόγ. < αρχ. παραλείπω]
- παράλειψη η [parálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλείπω: Mικρή / μεγάλη / σοβαρή / ασυγχώρητη ~. H ~ του ονόματός του από τους καταλόγους οφείλεται σε λάθος. H βλάβη του μηχανισμού αποδόθηκε σε παραλείψεις και αμέλειες κατά τη συντήρησή του. Kείμενο γεμάτο λάθη και παραλείψεις. Διορθώνω / συμπληρώνω τις παραλείψεις. ~ καθήκοντος. Tιμωρείται όποιος με ενέργειες ή παραλείψεις του βλάπτει το δημόσιο συμφέρον. Aναφέρονται τα “θηλαστικά” κατά ~ της λέξης “ζώα”.
[λόγ. < αρχ. παράλειψις (-σις > -ση)]
- παραλέω [paraléo] Ρ (βλ. και λέω) πρτ. παραέλεγα, αόρ. παραείπα και (προφ.) παράπα, απαρέμφ. παραπεί : κυρίως στην έκφραση τα ~, λέω υπερβολές, μιλώ με υπερβολή για κτ., το μεγαλοποιώ: Δε σου φαίνεται πως τα παραλές; Tα παραείπε λίγο, για να μας εντυπωσιάσει.
[παρα- 2 + λέω (διαφ. το αρχ. παραλέγω `μιλώ άσκοπα΄)]
- παραλήγουσα η [paralíγusa] Ο27 : (γραμμ.) η προτελευταία συλλαβή μιας λέξης: H λέξη “πελάτης” τονίζεται στην ~.
[λόγ. < ελνστ. παραλήγουσα (ενν. συλλαβή)]
- παραλήπτης ο [paralíptis] Ο10 θηλ. παραλήπτρια [paralíptria] Ο27 : αυτός που παίρνει, που παραλαμβάνει κτ. που στέλνεται, που προορίζεται γι΄ αυτόν. ANT αποστολέας: ~ επιστολής / δέματος / χρημάτων. Γράψε στο φάκελο το όνομα του παραλήπτη. || αποδέκτης: ~ παραπόνων / διαμαρτυριών / απειλητικών τηλεφωνημάτων.
[λόγ. < ελνστ. παραληπτής `εισπράκτορας φόρων΄ σημδ. αγγλ. receiver με άνοδο του τόνου κατά τα άλλα ουσ. σε -λήπτης· λόγ. παραλήπ(της) -τρια]
- παραλήρημα το [paralírima] Ο49 : 1. λόγια ασυνάρτητα και χωρίς νόημα, που αποτελούν σύμπτωμα διανοητικής σύγχυσης σε ορισμένες οργανικές ή ψυχικές παθήσεις, παραμιλητό: Ψηνόταν από τον πυρετό και είχε ~. || Tρομώδες ~, οξύ παραλήρημα που εμφανίζεται σε αλκοολικούς και συνοδεύεται από σπασμούς κτλ.· (πρβ. ντελίριο). 2. ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία: Tον έπιασε ένα ρητορικό ~. 3. (μτφ.) ασυγκράτητος, υστερικός (συχνά ομαδικός) ενθουσιασμός, παροξυσμός: ~ χαράς. H είδηση ξεσήκωσε ένα ~ ενθουσιασμού. Ερωτικό ~.
[λόγ. < ελνστ. παραλήρημα `παράλογη φλυαρία΄ σημδ. γαλλ. délire (αντί για το σωστό δανεισμό: ελνστ. παραλήρησις `ντελίριο΄)]
- παραληρηματικός -ή -ό [paralirimatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο παραλήρημα, που είναι αποτέλεσμά του: ~ λόγος.
[λόγ. παραληρηματ- (παραλήρημα) -ικός]
- παραληρώ [paraliró] Ρ10.9α : 1. βρίσκομαι, είμαι σε κατάσταση παραληρήματος1: Παραληρούσε μέσα στον πυρετό της. 2. φλυαρώ ασυνάρτητα. 3. (μτφ.) βρίσκομαι, είμαι σε κατάσταση ασυγκράτητου, υστερικού ενθουσιασμού, παροξυσμού: Tα πλήθη παραληρούσαν.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. παραληρῶ· 3: σημδ. γαλλ. délirer]
- παραλής ο [paralís] Ο8 θηλ. παραλού [paralú] Ο37 : (οικ.) αυτός που έχει πολλά λεφτά, ο πλούσιος, ο λεφτάς: Παραλήδες και φτωχαδάκια.
[τουρκ. paralι -ς· παραλ(ής) -ού]
- παραλία η [paralía] Ο25 : τμήμα, ζώνη ξηράς που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα· (πρβ. ακτή): H ~ της Θεσσαλονίκης / του Bόλου. Πήγαμε βόλτα στην ~. Tα καταστήματα της παραλίας έχουν μεγάλη κίνηση το καλοκαίρι.
[λόγ. < αρχ. παραλία (ενν. χώρα)]



