Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρνασσισμός ο [parnasizmós] Ο17 : ποιητικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου αι. και έδινε ιδιαίτερη σημασία στην τελειό τητα της μορφής και στην αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων: Οι επιδράσεις του παρνασσισμού στην ελληνική ποίηση.
[λόγ. Παρνασ σ(ός) -ισμός απόδ. école parnassienne, le Ρarnasse `σχολή παρνασσιακή΄ < αρχ. Παρνασσός (το βουνό όπου κατά τη μυθολογία σύχναζαν ο Aπόλλωνας και οι Μούσες)]



