Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρλάτα η [parláta] Ο25α : σε επιθεωρησιακής συνήθ. μορφής θεατρική παράσταση, μονόλογος του ηθοποιού, συχνά με τη συνοδεία μουσικής.
[ιταλ. parlata `φλύαρη ομιλία΄]



